Γεννημένος ως γιος γαιοκτήμονα, έζησε μετά το 1945 στο Ρόστοκ και το Βερολίνο. 1952/53 οι πρώτες ταινίες 8 χιλ. Το 1953 μετακόμισε στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας,όπου σπούδασε λογοτεχνία και ιστορία της τέχνης από το 1956 έως το 1957. Έλαβε το διδακτορικό του στο Μόναχο με θέμα "Ο παραλογισμός στο Dürrenmatt". Το 1963 ο Syberberg βιντεοσκόπησε πολιτιστικές εκθέσεις για την βραδινή εκπομπή του Bayerischer Rundfunkστο Μόναχο, μεταξύ άλλων για τον Fritz Kortner και τη Romy Schneider.
Ακολούθησαν οι πρώτες ταινίες μεγάλου μήκους, όπως η ταινία Σκαραβαίο του 1969 μετά από μιανουβέλα του Τολστόι. Ταινίες όπως ο Ludwig, ο Karl May και ο Hitler ήταν μια εξέταση της γερμανικής παράδοσης. Η ταινία του Σαν Ντομίνγκο κέρδισε το Γερμανικό Βραβείο Κινηματογράφου καλύτερης κινηματογραφίας (Christian Blackwood) και την καλύτερη κινηματογραφική μουσική (Amon Düül) σε χρυσό το 1971. Από το 1982, syberberg έχει συνεργαστεί στενά με την ηθοποιό Edith Clever. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλά θεατρικά και κινηματογραφικά έργα, όπως το Parsifal (1982) και η Πενθεσίλεια (1988).
Ο Σίμπερμπεργκ ζει στο Μόναχο και το Νόσεντορφ κοντά στο Ντέμιν,όπου αγόρασε πίσω το εντελώς υποβαθμισμένο κτήμα της οικογένειας μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου. Ανακατασκεύασε την παλιά διάταξη του αρχοντικού, καθάρισε τον κήπο από τα χαλάσματα, φύτεψε δέντρα και ξαναφύτεψε τα παλιά μονοπάτια.
Το 2010, έλαβε το Βραβείο Μνήμης Friedrich-Lisch της πολιτείας του Mecklenburg-Vorpommern για την ανακαίνιση του σπιτιού των γονιών του από μόνος του.
Για τον Syberberg, ο κινηματογράφος είναι ένα ζωτικό πάθος, ένα "συνολικό έργο τέχνης". Το κινηματογραφικό του έργο χαρακτηρίζεται από μια συγχώνευση δύο αρχικά αντίθετων πόλων της γερμανικής πολιτιστικής ιστορίας: τον ορθολογισμό τον 18ο αιώνα και τον ρομαντισμό τον 19ο αιώνα.
Η πεντάωρη ταινία του Winifred Wagner και η ιστορία του Οίκου του Wahnfried 1914-1975 (1975), που αποτελείται από μία μόνο συνέντευξη, αποκάλυψαν τη φιλία της φυλής Bayreuth με τον Αδόλφο Χίτλερ και ως εκ τούτου ήταν έντονα αντίθετοι από τους Βάγκνερ. Εξαιτίας αυτού και του αμφιλεγόμενου έργου του Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία (1977), μια συνέντευξη με τον André Müller (1988) και το βιβλίο του Σχετικά με την ατυχία και την ευτυχία της τέχνης στη Γερμανία μετά τον τελευταίο πόλεμο (1990), κατηγορήθηκε για ευτελισμό του Εθνικοσοσιαλισμού.
Ο Syberbergs είναι πεπεισμένος από αυτή την άποψη ότι η εργασία πένθους μπορεί να συμβεί μόνο εάν κάποιος αντιμετωπίζει τη δύναμη γοητείας του τρίτου Ράιχ και εξερευνά το «Χίτλερ μέσα μας».
Από το 1980, ο Syberberg έγινε ο πρώτος αρθρογράφος της νεοϊδρυμένης εφημερίδας tazμε τις σημειώσεις της στήλης Syberberg.
Το 1968 και το 1982 το Syberberg τιμήθηκε με το Βραβείο Γερμανών Κριτικών. Το 2011 διορίστηκε «Διοικητής» του Τάγματος των Τεχνών και των Λετρών από το Γαλλικό Υπουργείο Πολιτισμού.
Για τον Θ. Hierneis ή: πώς να γίνει πρώην σεφ αγρόκτημα, Syberberg μαζί με τον κορυφαίο ηθοποιό Walter Sedlmayr έλαβε το Βραβείο Adolf Grimme για το πιο ενδιαφέρον πείραμα και το Γερμανικό Βραβείο Κινηματογράφου σε χρυσό στην κατηγορία Καλύτερο Πρόγραμμα-πλήρωση Ταινία χωρίς οικόπεδο παιχνίδι.
Ο Syberberg εργάζεται σε έργα σχετικά με τις πατρίδες του Nossendorf και Demmin. Το 2017, για παράδειγμα, αναβίωσε το Café Zilm στην πλατεία της αγοράς στο Demmin, το οποίο κάηκε το 1945, για δύο εβδομάδες στο αρχικό του μέγεθος ως πρόσοψη τυπωμένη σε ύφασμα.
Φιλμογραφία
| ||||
Hans-Jürgen Syberberg - Wikipedia
Ο γερμανός σκηνοθέτης Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ είναι μια μοναδική περίπτωση κινηματογραφιστή.
Γράφει ο Ζουμπουλάκης Γιάννης
Ο γερμανός σκηνοθέτης Χανς Γιούργκεν Ζίμπερμπεργκ είναι μια μοναδική περίπτωση κινηματογραφιστή. Γεννημένος στο Νόσεντορφ το 1935, γιος μεγαλοκτηματία της Ανατολικής Γερμανίας, επηρεάστηκε από το «επικό θέατρο» του Μπέρτολτ Μπρεχτ (με τον οποίο και συνεργάστηκε) και την ολοκληρωτική τέχνη (Gesamtkunstwerk) του Ρίχαρντ Βάγκνερ. Συνεχιστής σημαντικών εκπροσώπων της σχολής της Φρανκφούρτης (Μαρκούζε, Ράιχ, Αντόρνο, Χορκχάιμερ), δύσκολος χαρακτήρας, εγωκεντρικός, ο Ζίμπερμπεργκ προκαλούσε πάντα μέσω της επίθεσης και αυτό φάνηκε στο «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» (1977), το τρίτο μέρος μιας άτυπης τριλογίας του για την ιστορία και την τέχνη της Γερμανίας («Λουδοβίκος: Ρέκβιεμ για έναν παρθένο βασιλιά», 1972 και «Καρλ Μάι», 1974). Μετά την προβολή της στο περυσινό φεστιβάλ Νύχτες Πρεμιέρας, η ταινία από την περασμένη Πέμπτη διανέμεται εμπορικά σε μία μόνο αίθουσα, την Αλεξάνδρα της Καλλιθέας. Αναμνήσεις από τη δημιουργία της ο σκηνοθέτης μοιράστηκε με «Το Βήμα» κατά τη διάρκεια μιας 50λεπτης τηλεφωνικής συνέντευξης.
Πώς αποφασίσατε να γυρίσετε την ταινία «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία»;
«Προέκυψε μέσω μιας άλλης ταινίας που είχα γυρίσει πριν από μερικά χρόνια για τον Λουδοβίκο Β’ («Λουδοβίκος: Ρέκβιεμ για έναν παρθένο βασιλιά»). Ο Χίτλερ ήταν μεγάλος θαυμαστής του Λουδοβίκου. Σκέφθηκα ότι αυτό είχε πολύ ενδιαφέρον αφού ο Λουδοβίκος ήταν πολύ διαφορετικός από εκείνον που είχαν στο μυαλό τους οι βαγκνερικοί όπως ο Χίτλερ. Το ένα έφερε το άλλο και η ταινία γυρίστηκε».
Είχατε δει ποτέ τον Αδόλφο Χίτλερ διά ζώσης;
«Οχι. Ημουν εννέα χρονών όταν ο πόλεμος τελείωσε και παιδί της επαρχίας. Μεγάλωσα ανάμεσα σε αγελάδες στις πεδιάδες…».
Αναρωτιέται κανείς για το κίνητρο που είχατε για να γυρίσετε αυτή την ταινία.
«Ενα κίνητρο που νομίζω ότι έπαιξε ρόλο είναι το ραδιόφωνο, πολύ σημαντικό μέσον εκείνη την εποχή. Ακούγαμε φωνές και μουσική της περιόδου, όπως και κάποιες ταινίες που παίζονταν μέσω του ραδιοφώνου. Οι αναμνήσεις μου λοιπόν από την περίοδο του Χίτλερ βρίσκονται κρυμμένες στο σάουντρακ της ταινίας που για μένα είναι πολύ σημαντικό. Ο,τι ακούμε στην ταινία είναι χρονολογικά δομημένο, από το 1933 ως το 1945. Το υλικό δεν είναι μόνο γερμανικό αλλά και από το BBC γιατί αυτό το κανάλι προτιμούσε ο πατέρας μου. Το ΒΒC ήταν βεβαίως απαγορευμένο, άρα πολύ ελκυστικό για μένα».
Οταν γυρίζατε την ταινία είχατε στο μυαλό σας μια συγκεκριμένη πολιτική δήλωση στην οποία θέλατε να προβείτε;
«Φυσικά. Η ταινία είναι μια μορφή δήλωσης, αυτό είναι σωστό. Είναι όμως μια δήλωση κινηματογραφική σε μια ταινία πολύ διαφορετική από τις ταινίες της εποχής της, ειδικά στη Γερμανία όπου υπήρχε μια εμμονή στις ταινίες για κοινωνικά προβλήματα».
Πιστεύετε ότι όταν γυρίζατε το «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» στο υποσυνείδητό σας είχατε την ανάγκη να καταλάβετε τον Αδόλφο Χίτλερ;
«Το βασικό μου μέλημα ήταν να βάλω τον Χίτλερ ενώπιον του δικαστηρίου, σε μια μεγάλη δίκη όπου θα είχε την ευκαιρία να μιλήσει. Να μιλήσει ελεύθερα, όπως ήθελε. Με τα δικά του λόγια. Νομίζω ότι ο καλύτερος τρόπος για να αντιμετωπίσει κανείς ένα πρόβλημα είναι να μην κρυφτεί πίσω του αλλά να το αφήσει να μιλήσει. Βεβαίως, στο τέλος είναι η δική μου ταινία. Εγώ φτιάχνω τις καταστάσεις. Οχι για να σκοτώσω τους υποδίκους βεβαίως αλλά για να τους δώσω μια ευκαιρία έκφρασης. Εμείς, το κοινό, είμαστε εκείνοι που αποφασίζουμε. Μέχρι στιγμής δεν έχω δει κανέναν θεατή που να έχει δει την ταινία και στη συνέχεια να θέλει τον Χίτλερ».
Θέλετε να πείτε ότι μετά την παρακολούθηση της ταινίας είναι αδύνατον να συμπαθήσεις τον Χίτλερ;
«Νομίζω ότι στο τέλος ξέρεις πού βρίσκεσαι και τι θέλεις. Και σε καμία περίπτωση δεν θέλεις τον Χίτλερ. Βεβαίως, το πρόβλημα το έχουμε επίσης με τον εαυτό μας. Ο Χίτλερ δεν γεννήθηκε με την εξουσία στα χέρια του. Την κέρδισε. Η δύναμή του προήλθε από τον λαό. Ζήτησε από τους ανθρώπους της εποχής του να αποφασίσουν. Δεν τους επιβλήθηκε. Ο λαός ψήφισε. Πολλοί τον ακολούθησαν και άλλοι όχι. Εφόσον λοιπόν πραγματεύεσαι μια ταινία για τον Αδόλφο Χίτλερ θα πρέπει να θέσεις ξανά το ερώτημα για το πού βρίσκεται σήμερα ο κόσμος. Αν είναι μαζί του ή όχι. Αυτό είναι ένα επίκαιρο ερώτημα και έχει ηθικό αντίκτυπο».
Πώς ερμηνεύετε, λοιπόν, το γεγονός ότι ανεξαρτήτως της ταινίας σας υπάρχουν σήμερα άνθρωποι που παρά την τεράστια αιματοχυσία υποστηρίζουν τις ιδέες του Χίτλερ;
«Είναι πράγματι πολύ παράξενο γιατί γνωρίζουμε το αποτέλεσμα. Ισως στην αρχή να έχει μια γοητεία αλλά στο τέλος όλοι ξέρουμε τι θα προκύψει. Είναι ένας πειρασμός να μην είναι κανείς έτοιμος για τη δημοκρατία μας, να θέλει να την προκαλέσει. Η δημοκρατία είναι γεμάτη λάθη, πληγές και δυσκολίες, και όλα αυτά δίνουν δύναμη στην απέναντι πλευρά. Αυτή ήταν η ευκαιρία που είχε ο Χίτλερ στην εποχή του και αυτή είναι η ευκαιρία που έχουν οι ακόλουθοί του σήμερα. Σε κάθε περίοδο που τα πράγματα πάνε στραβά, αυτοί εμφανίζονται. Με έναν τρόπο αυτόν τον πειρασμό τον καταλαβαίνω αλλά η Ιστορία μάς έχει διδάξει για το τι θα προκύψει. Το ίδιο ισχύει βεβαίως και για τον ρωσικό πειρασμό, τον κομμουνισμό».
Γιατί αποφασίσατε να μοιράσετε την ταινία σε τέσσερα κεφάλαια;
«Ηταν απαραίτητο να οργανώσω μια δομή στη σύλληψη της ταινίας και σκέφτηκα ότι θα είχε περισσότερο καθαρότητα το μοίρασμα σε τέσσερα κεφάλαια με τέσσερις διαφορετικές πιθανότητες αρχής, με τίτλους ενδιάμεσα («Το δισκοπότηρο», «Ενα γερμανικό όνειρο», «Το τέλος μιας χειμωνιάτικης ιστορίας», «Εμείς, τα παιδιά της κολάσεως»). Ενώ λοιπόν μπορείς να παρακολουθήσεις κάθε ταινία χωριστά σαν να είναι αυτόνομη, η δομή δεν παύει να είναι εκείνη ενός ενιαίου οργανισμού».
Στο μεγαλύτερο μέρος του δεύτερου κεφαλαίου ακούμε τον υπηρέτη του Χίτλερ να μιλάει λεπτομερέστατα για τις συνήθειες της καθημερινότητάς του; Πώς ανακαλύψατε αυτά τα στοιχεία;
«Από το βιβλίο «Ο υπηρέτης του Χίτλερ: Στη σκιά της εξουσίας» του Καρλ Βίλχελμ Κράουζε που ήταν ο υπηρέτης και σωματοφύλακάς του από το 1934 ως το 1939. Εμπνεύσθηκα επίσης από το πολύ διάσημο κείμενο του Μπέρτολτ Μπρεχτ «Οι δουλειές του κυρίου Ιουλίου Καίσαρα» που αφορά τον υπηρέτη του Καίσαρα. Κάτι παρόμοιο είχα κάνει και με τον Λουδοβίκο Β’ σε μια δεύτερη ταινία για τον μάγειρό του από ένα βιβλίο που είχε γράψει ο ίδιος ο μάγειρος».
Ενα ερώτημα επίσης είναι γιατί δώσατε στην ταινία τον υπότιτλο «Μια ταινία από τη Γερμανία».
«Ο τίτλος ήταν κάτι που με απασχόλησε πολύ γιατί δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω το όνομα Χίτλερ. Εν τέλει, αυτό ήταν αδύνατον. Το όνομα έπρεπε να υπάρχει. Ο υπότιτλος με απασχόλησε επίσης. Πιστεύω ότι είναι εξίσου σημαντικός γιατί υπογραμμίζει κάτι. Στο τέλος σκέφθηκα ότι δεν μπορεί να είναι κάτι άλλο. Η Γερμανία έπρεπε να είναι μέσα. Ενα φιλμ από τη Γερμανία. Τίποτε άλλο. Ενα φιλμ».
Ο υπότιτλος δηλώνει ότι κοιτάζουμε στον καθρέφτη και βλέπουμε τον εαυτό μας;
«Στην Αμερική έδωσαν αυτήν την ερμηνεία τιτλοφορώντας την ταινία «Ο δικός μας Χίτλερ». Δεν είχα πρόβλημα. Με έναν παρόμοιο τρόπο την εξέλαβε ένα μέρος του κοινού στο Ισραήλ, όπου η ταινία προκάλεσε τρομερές συζητήσεις όταν παίχθηκε πρώτη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Νεαρό κυρίως κοινό της ταινίας είπε «είμαστε και εμείς το ίδιο γιατί αν όχι, είμαστε διαφορετικοί από όλη την κοινωνία και αυτό δεν μπορεί να ισχύει». Ταύτισαν τον Χίτλερ με τους εαυτούς τους σε σχέση με το παλαιστινιακό ζήτημα. Δεν μπορούσα όμως να ακολουθήσω τη συζήτηση γιατί δεν ήμουν γνώστης του θέματος εκείνη την εποχή. Υποστήριζα απλώς τους Ισραηλινούς».
Πιστεύετε ότι υπάρχει ένας Χίτλερ στον καθένα μας;
«Δεν είμαστε ικανοποιημένοι με την πραγματικότητά μας. Ο Αδόλφος Χίτλερ προσπάθησε να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο. Αυτός ο νέος κόσμος βρίσκεται μέσα στον καθένα μας. Ο καθένας μας θέλει κάτι άλλο. Το πρόβλημα είναι ότι αυτό που θέλει δεν είναι πάντα αυτό που πρέπει να θέλει».«Οταν ο Χίτλερ τοποθετείται στο επίπεδο της Τέχνης δεν γίνεται αποδεκτός»
Πώς ερμηνεύετε το γεγονός ότι πολύς κόσμος φοβάται να κοιτάξει το παρελθόν του;
«Είναι όντως πολύ παράξενο. Οι αντιδράσεις διαφέρουν ανάλογα με τις εποχές. Για παράδειγμα, στη Γερμανία ενώ κέρδισα ένα βραβείο ειδικά για το τρίτο μέρος της ταινίας, αρνούνται να παρουσιάσουν το «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» στην τηλεόραση. Δεν έχει παιχτεί ποτέ από την επίσημη γερμανική τηλεόραση. Εν τω μεταξύ μόλις επέστρεψα από τη Βαρσοβία όπου με είχαν καλέσει να το παρουσιάσω στη μεγάλη όπερα, με τη βοήθεια του… Ινστιτούτου Γκαίτε. Το Ινστιτούτο αγαπάει την ταινία και στη Βαρσοβία την υποδέχθηκαν θερμά. Και όπως γνωρίζετε, οι σχέσεις της Πολωνίας με τη Γερμανία είναι πολύ πιο δύσκολες από τις σχέσεις της Γερμανίας με την Ελλάδα. Το «όχι» απέναντι στην ταινία δεν είναι μεγάλο. Είναι… ειδικό».
Γιατί όμως μια ταινία όπως η «Πτώση» του Ολιβερ Χίρσμπιγκελ μπορεί να μεταδοθεί από τη γερμανική τηλεόραση και μια ταινία όπως ο «Χίτλερ, μια ταινία από τη Γερμανία» όχι; Και οι δύο τον Χίτλερ πραγματεύονται… Δεν είναι υποκριτική αυτή η στάση;
«Ισως επειδή όταν ο Χίτλερ τοποθετείται στο επίπεδο της Τέχνης δεν γίνεται αποδεκτός. Και όμως, η γνώμη μου είναι ότι μπορείς να νικήσεις τον Χίτλερ μόνο αν τον βάλεις στην κρίση της υψηλής Τέχνης. Ειδάλλως θα επανέρχεται και θα επανέρχεται. Είναι όπως η συμπεριφορά κάποιων γυναικών στις οποίες αρέσουν άνδρες που δεν έχουν ενδιαφέρον και δεν καταλαβαίνεις για ποιο λόγο συμβαίνει κάτι τέτοιο. Αναρωτιέσαι «γιατί πηγαίνει με αυτόν και όχι μ’ εμένα;». Το παράξενο είναι ότι ο Μπερντ Αϊχινγκερ, ο παραγωγός μου στον «Χίτλερ» και παραγωγός της «Πτώσης», μου είχε ζητήσει να επανέλθω στο θέμα με μια ταινία για τις τελευταίες μέρες του Χίτλερ στο μπούνκερ του. Αμέσως αρνήθηκα. Για μένα ο Χίτλερ είχε τελειώσει. Είπα στον Αϊχινγκερ όμως ότι αν θα την κάνει θα αναγκαστεί να αναζητήσει συμπάθεια στον Χίτλερ. Αυτό έγινε και αυτό δεν ήθελα να το κάνω».
Μιλώντας για τη δυσκολία των σχέσεων ανάμεσα στη Γερμανία και την Ελλάδα πώς θα σχολιάζατε την αντιμετώπιση της Ελλάδας από τη γερμανίδα καγκελάριο Ανγκελα Μέρκελ;
«Η Μέρκελ δεν είναι άνθρωπος των Τεχνών, επομένως δεν μπορεί να αντιληφθεί πολλά από τα πράγματα που κάνω. Από την άλλη μεριά, η δουλειά της είναι η επίσημη καθοδήγηση, η οργάνωση και νομίζω ότι αυτή την περίοδο κάνει κάτι σημαντικό γιατί κρατά τις βάσεις. Βρίσκεται στο επίκεντρο των χωρών που κινδυνεύουν να καταρρεύσουν και τις κρατά ενωμένες με την υπόλοιπη Ευρώπη. Ακόμη και με την Ελλάδα αυτό έγινε, δεν την άφησε να φύγει. Υπήρχαν τόσο πολλές φωνές που έλεγαν να διωχθεί η Ελλάδα από την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, ότι είναι καλύτερα χωρίς αυτήν στην Ευρώπη, ότι η Ελλάδα είναι χαμένη υπόθεση. Η Μέρκελ με μεγάλο συναισθηματισμό αλλά και με λογική επέβαλε την παραμονή της Ελλάδας στην Ενωση, ακόμη και με τα προβλήματά της. Και είχε δίκιο. Η Ιστορία τη δικαίωσε. Πιστεύω ότι για αυτή την πράξη της πρέπει να τιμηθεί».
Syberberg, Winifred Wagner
Hans-Jürgen Syberberg and Frederic Mitterand Photos