Ρομπέρ Μπρεσόν (1901-1999)

Ο Ρομπέρ Μπρεσόν (γαλλικά: Robert Bresson) (1901 - 1999) ήταν Γάλλος σκηνοθέτης. Γνωστός για την ασκητική, πνευματική του προσέγγιση, θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του γαλλικού κινηματογράφου. Οι ερασιτέχνες ηθοποιοί του και η σπάνια χρήση μουσικής οδήγησαν τα έργα του να θεωρηθούν ως εξέχοντα δείγματα μινιμαλιστικού κινηματογράφου.

Ο Ρομπέρ Μπρεσόν γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1901 στο Μπρομόν-Λαμότ του Πουί ντε-Ντομ. Από μικρός ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και μέχρι την ηλικία των 36 ετών ζωγράφισε αρκετούς πίνακες. Γύρισε την πρώτη του ταινία το 1934, Δημόσιες υποθέσεις, ταινία μικρού μήκους που σήμερα δεν προβάλλεται, σύμφωνα με τις επιθυμίες του σκηνοθέτη - ένα αντίγραφο φυλάσσεται στη Γαλλική Ταινιοθήκη. Κατατάχθηκε στον στρατό κατά την έναρξη του Β 'Παγκοσμίου Πολέμου, συνελήφθη από τους Γερμανούς το 1940 και κρατήθηκε αιχμάλωτος πολέμου για περισσότερο από ένα χρόνο. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι, βρήκε δουλειά στη γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία. Το 1943 σκηνοθέτησε την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους Οι άγγελοι της αμαρτίας, με διαλόγους του Ζαν Ζιρωντού, και προσείλκυσε το ενδιαφέρον της κριτικής. Κυριαρχεί ήδη από την πρώτη του ταινία το αυστηρό ύφος και το μινιμαλιστικό στυλ που σημάδεψε όλες τις υπόλοιπες. Ακολούθησαν ταινίες που επιβεβαίωσαν το ταλέντο του, όπως Οι κυρίες του δάσους της Βουλώνης (1945), εμπνευσμένο από τον Ντιντερό, Το ημερολόγιο ενός εφημέριου (1950), διασκευή έργου του Ζωρζ Μπερνανός, Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε (1956), ταινία επηρεασμένη από την εμπειρία του ως μέλος της Αντίστασης και την αιχμαλωσία του στον πόλεμο, και Ο πορτοφολάς (1959).
Καθώς η καριέρα του προχωρούσε, ακολούθησε αναζητήσεις ταυτόχρονα πνευματικές, διανοητικές και μορφικές, δημιουργώντας έτσι έναν ασκητικό κινηματογράφο, αρνούμενος κάθε θεατρικότητα. Αρνήθηκε να συνεργαστεί με επαγγελματίες ηθοποιούς, προτιμώντας ερασιτέχνες, των οποίων τα πρόσωπα ή οι φωνές τους έκαναν κατάλληλους για τους ρόλους που έπαιζαν. Επίσης, χρησιμοποιούσε φυσικούς ήχους και η μόνη παραχώρησή του στη μουσική ήταν η περιστασιακή έκρηξη κλασικής μουσικής.
Ο Ρομπέρ Μπρεσόν έκανε την τελευταία του ταινία το 1983. Πέθανε στις 18 Δεκεμβρίου 1999 σε ηλικία 98 ετών, στο σπίτι του στο Ντρου-συρ-Ντρουέτ, νοτιοδυτικά του Παρισιού. 

Ο Ρομπέρ Μπρεσόν σκηνοθέτησε δεκατρείς ταινίες μεγάλου μήκους και έγραψε ένα σημαντικό δοκίμιο στον κινηματογράφο με τίτλο Σημειώσεις για τον κινηματογράφο (Notes sur le cinématographe). Έλαβε το βραβείο σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ των Καννών το 1957 για την ταινία Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε, το Grand Prix δημιουργίας το 1983 για Το χρήμα, το βραβείο της κριτικής επιτροπής το 1962 για την Δίκη της Ζαν ντ’ Αρκ, το βραβείο Ασημένιας Αρκούδας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου για το Πιθανόν, ο Διάβολος το 1977 και βραβείο για το συνολικό έργο του το 1989 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας.
Ο Μπρεσόν είναι ένας από τους πιο αξιόλογους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Έχει τον μεγαλύτερο αριθμό ταινιών (επτά) στη λίστα των κορυφαίων 250 ταινιών όλων των εποχών του βρετανικού περιοδικού Sight and Sound το 2012. Τα έργα του Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε (1956), Ο πορτοφολάς (1959 και Στην τύχη ο Μπαλταζάρ (1966) κατατάχθηκαν μεταξύ των 100 καλύτερων ταινιών όλων των εποχών στη δημοσκόπηση των κριτικών του ίδιου περιοδικού το 2012. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ έγραψε για τον Μπρεσόν: «Είναι ο γαλλικός κινηματογράφος, όπως ο Ντοστογιέφσκι είναι το ρωσικό μυθιστόρημα και ο Μότσαρτ είναι η γερμανική μουσική».

Πηγή: Ρομπέρ Μπρεσόν - Βικιπαίδεια (wikipedia.org) 

Φιλμογραφία

Σκηνοθεσία

Συγγραφέας-Σεναριογράφος

  1.  1983L'argent (writer)
  2.  1969Une femme douce (adaptation - uncredited)
  3.  1967Mouchette (scenario & adaptation and dialogue)
  4.  1951Journal d'un curé de campagne (scenario - adaptation)
  5.  1945Les dames du Bois de Boulogne (scenario & adaptation)
  6.  1943Les anges du péché (scenario)
  7.  1937Courrier Sud (shooting script - as R. Bresson)
  8.  1936Les jumeaux de Brighton (adaptation)
  9.  1934Affaires publiques (Short) (dialogue) / (scenario)
  10.  1933C'était un musicien (dialogue) 

Πηγή: Robert Bresson - IMDb 


Ρομπέρ Μπρεσόν: Ο Κινηματογραφιστής

Σαν σήμερα γεννήθηκε ο Ρομπέρ Μπρεσόν, ξεχασμένος πια για τους περισσότερους, απαγορευτικός στο κυρίως ρεύμα και ανεμπόδιστα μοναδικής αισθητικής σημασίας για την ιστορία του κινηματογράφου.

Από τον Ηλία Δημόπουλο

Ξεκινώντας να γράψεις ένα, έστω σύντομο, κείμενο για τον Ρομπέρ Μπρεσόν είναι δύσκολο να αγνοήσεις τα αντιφατικά συναισθήματα που γεννά η πράξη αυτή: Ποιος, αλήθεια, ενδιαφέρεται σήμερα να διαβάσει για τον Ρομπέρ Μπρεσόν, ειδικά ενώ ελάχιστοι πια βλέπουν το σινεμά του και η συντριπτική πλειοψηφία δεν έχει ξανακούσει το όνομά του; Ποιος ενδιαφέρεται γενικά, ενώ το σημερινό μαθημένο είναι η κουλτούρα του καθημερινού που επιτάσσει πως τέτοια ζητήματα δεν αφορούν παρά όσους έχουν την πολυτέλεια να ασχολούνται μ' αυτά; Και, τέλος, αν υποθέσουμε πως υπήρχαν οι ενδιαφερόμενοι, πώς γράφεις «εκλαϊκευμένα» για έναν μέγιστο καλλιτέχνη που δεν περιέχει ούτε ίχνος από την περίφημη (και περίφημα καταστρεπτική) ποπ θεώρηση των πραγμάτων;
Στο πρώτο ερώτημα, δεν έχεις παρά να ελπίσεις να παροτρύνεις κάποιους. Στο δεύτερο είσαι χαμένος από χέρι, είναι αδύνατο να απευθυνθείς σε ανθρώπους που θεωρούν την τέχνη και την συζήτησή της πολυτέλεια αντί για ευτυχή βοήθεια. Και στο τρίτο, ελπίζεις πως θα βρεις εσύ την ικανότητα και ο αναγνώστης την επιθυμία να ανταλλάξετε σκέψεις πάνω σε ενδεχομένως σημαντικά για τον καθένα ζητήματα, δίχως το βαρίδι μιας εντελώς πεζοδρομιακής κουβέντας.

Ο Ρομπέρ Μπρεσόν είναι η απάντηση του κινηματογράφου των πρώτων 120 χρόνων στην ερώτηση «πώς διαφοροποιείται συστηματικά το σινεμά από οποιαδήποτε άλλη τέχνη;». Απαντά δηλαδή στο ερώτημα που κάμποσοι άσχετοι αμφισβητίες έχουν θέσει κατά καιρούς «και γιατί το σινεμά να συγκαταλέγεται στις Τέχνες;»
Η λέξη–κλειδί στην παραπάνω δήλωση είναι το «συστηματικά». Διότι από την στιγμή που ο Μπρεσόν, ιδίως μετά την δεύτερη του ταινία (τις, σχετικά, παραδοσιακές «Κυρίες του Δάσους της Βουλώνης» του 1945) κατέκτησε το είδος του σινεμά που ήθελε να κάνει, τίποτα στην συζήτηση για το μέσο δεν θα έμενε ίδιο.

Τα «Ημερολόγιο Ενός Εφημέριου», «Ένας Καταδικασμένος σε Θάνατο Δραπέτευσε», «Πορτοφολάς», «Au Hasard Balthazar», «Μουσέτ», «Χρήμα» - έξι μόνο από τις δεκατρείς όλες κι όλες (σε σαράντα χρόνια καριέρας) ταινίες του Μπρεσόν – συστήνουν την πιο συνειδητή, συστηματική κατάθεση καθαρού κινηματογράφου, κατά την οποία η έκφραση αποσχίζεται καθοριστικά από κάθε θεατρική και λογοτεχνική σύνδεση στην οποία με τον έναν ή άλλο τρόπο, αν ειδωθούν αυστηρά, υποπίπτουν όλοι οι σκηνοθέτες. Κι η αλήθεια είναι πως από τον Κιούμπρικ ως τον Γκοντάρ κι από τον Ρεναί ως τον Ταρκόφσκι (δεν συζητάμε για Χίτσκοκ, Ρενουάρ, Φορντ κι όλους τους κλασσικούς – και φυσικά οποιονδήποτε από τους νεότερους που έτσι κι αλλιώς καλοί/κάλλιστοι αλλά από πλευράς ριζοσπαστισμού το ότι πιάνεται ο Τρίερ για νεωτεριστής κατάλαβες…), μοιάζουν, λιγότερο ή περισσότερο, παραδοσιακοί.

Στο σινεμά του Μπρεσόν υπάρχει συνειδητή κατάργηση της θεατρικής ερμηνείας, πλήρης αφαίρεση από οτιδήποτε εννοούμενο ως δραματουργικό, δεν υπάρχει μουσική που να αποσκοπεί στην δημιουργία «ατμόσφαιρας» (υπάρχει όμως μια εντυπωσιακά λεπτομερώς σχεδιασμένη ηχητική μπάντα) και τα πάντα ελαχιστοποιούνται (ή μεγιστοποιούνται, ανάλογα πως το βλέπεις) πάνω στην ίδια την αφήγηση της ιστορίας που, στην ουσία, καταργεί και την πλοκή. Τι θα πει αυτό; Θα πει πως είσαι αναγκασμένος να γεμίσεις εσύ τα κενά, να βάλεις εσύ σε λέξεις αυτό που διαβάζεις ως κάδρο, κίνηση και διαδοχή πλάνων. Η ανάγνωση του κινηματογράφου δεν μπορεί να έχει καμμία σχέση με αυτό που ένας λογοτέχνης ή ένας θεατρικός θίασος είναι εκεί να σου επεξηγούν.

Είναι αφύσικο να προσπαθείς με λόγια να επικοινωνήσεις την αίσθηση του σινεμά του Μπρεσόν, η φυσιολογική παραπομπή είναι κατευθείαν στην ταινία - που πρέπει να είναι, αρχικά, ο «Καταδικασμένος». Ωστόσο, είναι αφύσικο, δυστυχέστατα, και το ίδιο το αίσθημα που πιθανότατα θα προκύψει καθώς και το σινεμά χειροτερεύει και η διαδικασία της θέασης δεινοπαθεί στα χέρια θεατών που αδυνατούν ποικιλοτρόπως πια να συγκεντρωθούν σ’ αυτό που βλέπουν.
Ο Μπρεσόν, θεματικά συγγενικός με τους Χριστιανούς συνοδοιπόρους του (τον Ταρκόφσκι, τον Ντράγερ, τον Κισλόφσκι) προσπάθησε και για την εποχή του κατάφερε (πάμπολλα φεστιβαλικά βραβεία – ποτέ οτιδήποτε σχετικό με όσκαρ…) να αποτυπώσει έναν τεράστιο όγκο εννοιών στο σινεμά του, έννοιες που η συνήθης αδαής προσέγγιση θεωρεί αδύνατη για το σινεμά. Φυσικά, για τον Μπρεσόν, η ίδια η αφήγηση, το ντεκουπάζ, η κίνηση μέσα στο κάδρο, οι ελλείψεις κι οι αφαιρέσεις (συχνότατα στο σινεμά προκαλείς με εκείνο που δεν δείχνεις), ο απόλυτος έλεγχος του ρυθμού και μια ατελείωτη σειρά τεχνικών, σε συνδυασμό με τον ήχο και τις απελευθερωμένες απ’ την θεατρικότητα ερμηνείες, ήταν όλα τα χρειαζούμενα μέσα για να αποδοθούν νοήματα «ιανσενικά» (θρησκευτικό κίνημα με βασικό του άξονα το πεπρωμένο και την Θεία Χάρη) καθώς και δύσληπτες, δίχως την βοήθεια λέξεων, έννοιες όπως, «ψυχή», «ελευθερία» και «λύτρωση».

Για την ιστορία, ο Γκοντάρ έλεγε πως ο «Μπρεσόν είναι το Σινεμά» ενώ ο Όρσον Ουέλς, σε έναν από τους περίφημους αφορισμούς του, είπε σε ερώτηση δημοσιογράφου: «Κάποτε μπήκα σε μια αίθουσα να δω μια ταινία του. Μετά τις πρώτες σκηνές είπα “Θεέ μου είναι μια ταινία του Μπρεσόν”. Κι έφυγα αμέσως απ’ την αίθουσα».
Ο Γκοντάρ είχε δίκιο.

Πηγή: Ρομπέρ Μπρεσόν: Ο Κινηματογραφιστής - αφιερωματα , θεματα || cinemagazine.gr 



Μια συμβουλή από τον Ρομπέρ Μπρεσόν

Σήμερα θα γιόρταζε τα 111α γενέθλιά του. Κι όμως τα λόγια του θα μπορούσαν να βγάλουν από τον θορυβώδη λαβύρινθό τους πολλούς νέους (κι όχι τόσο νέους πια) κινηματογραφιστές.

Σεμνός, μινιμαλιστής, ολιγαρκής. Πραγματικός ασκητής της τέχνης - είτε έγραφε, είτε ζωγράφιζε, είτε σκηνοθετούσε. Γεννημένος σαν σήμερα, 111 χρόνια πριν, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1901, έφυγε από τη ζωή τον Δεκέμβριο του 1999.
Ο Ζαν Λικ Γκοντάρ είχε πει ότι «ο Μπρεσόν είναι γαλλικό σινεμά, όσο ο Ντοστογιέφσκι είναι ρωσική λογοτεχνία και ο Μότσαρτ γερμανική μουσική». Κι εμείς θα μπορούσαμε να γράψουμε σελίδες επί σελίδων για το πώς ο Μπρεσόν άλλαξε για πάντα την κινηματογραφική ρότα, αλλά δεν είναι αυτός ο σκοπός αυτής της επετειακής «σημείωσης».
Τα «γενέθλιά» του μας έκαναν να θυμηθούμε μία συμβουλή του και να την αφιερώσουμε σε όσους κάνουν και σε όσους βλέπουμε σινεμά σε μία εποχή που όλα τρέχουν περισσότερο και από τη σκέψη μας.
Δεν σκέφτομαι πολύ την τεχνική, ή την τεχνική ως μέρος του έργου μου. Αν βρει κανείς έναν νέο τρόπο να αποτυπώσει τη ζωή ή τη φύση, αυτό μπορεί να αλλάξει τις λεπτομέρειες αλλά όχι το σύνολο του σινεμά. Δεν σκέφτομαι πολύ όταν γυρίζω μια σκηνή. Αντιθέτως προσπαθώ να αισθάνομαι. Να καταλαβαίνω χωρίς να εξηγώ, να πλησιάζω όσο περισσότερο μπορώ στην αλήθεια- αυτό είναι όλο! Για αυτό και δεν κουνάω την κάμερα πολύ. Γιατί είναι το ίδιο με το πώς πλησιάζει κανείς ένα αγρίμι. Αν είσαι ανήσυχος, θα το κάνεις να το βάλει στα πόδια. Νομίζω ότι ο σκηνοθέτης πρέπει να σκέφτεται στα διαλείμματα μεταξύ των ταινιών του. Οταν όμως γυρίζει ταινίες πρέπει να σταματά. Η σκέψη είναι ο χειρότερος εχθρός. Πρέπει να προσπαθεί να δουλέψει όχι με την λογική, αλλά με τις αισθήσεις και την καρδιά του. Με το ένστικτο...

Πηγή: Μια συμβουλή από τον Ρομπέρ Μπρεσόν | FLIX 


ΡΟΜΠΕΡ ΜΠΡΕΣΟΝ: Ο ΑΓΙΟΣ ΤΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΟΥ

Δημοσιεύτηκε: 29 Δεκέμβριος 2009-του Γιώργου Πισσαλίδη

Έκλεισαν στις 18 Δεκεμβρίου, δέκα χρόνια από τον θάνατο του σκηνοθέτη Ρομπέρ Μπρεσόν (1901-1999), ενός γίγαντα της χριστιανικής και ντοστογιεφσκικής Δεξιάς σύμφωνα με τον Αλαίν ντε Μπενουά, που όμως στην χώρα μας αγνοείται από τους παραδοσιακούς και χριστιανικούς κύκλους. Ας ρίξουμε μια ματιά στο έργο του.
Γεννημένος το 1901 στο Μπρόμοντ Λάμοθ της επαρχίας Πυί ντε Ντομ, ο Μπρεσόν γύρισε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους το 1934. Έκτοτε και για τα επόμενα 65 χρόνια, γύρισε μόνο 13 ταινίες. Γεγονός που δείχνει ότι δεν ενδιαφερόταν για την φήμη. Αντίθετα υπήρξε ένας μεγάλος κινηματογραφιστής, που αναζητούσε να κάνει τους θεατές των έργων του να «νοιώσουν την παρουσία του Θεού στην καθημερινή ζωή». Το δε ασκητικό, πνευματικό του στυλ, έχει επηρεάσει τους πάντες, από την νουβέλ βάνγκ στους αδελφούς Νταρντέν, και από τον Μάρτιν Σκορτσέζε στους Ταρκόφσκι και Κισλόφσκι.
Οι ταινίες του βασιζόταν σε έργα διασήμων συγγραφέων όπως ο Ντιντερό, ο Ντοστογιέφσκι, ο Τολστόι και ο Μπερνανός, που φρόντιζε όμως να τα παρουσιάζει αγνώριστα. Σε μια προσπάθεια να αποκόψει τον κινηματογράφο από τις θεατρικές του ρίζες, χρησιμοποιούσε μη-επαγγελματίες ηθοποιούς, που τους έβαζε να γυρίζουν μία σκηνή ξανά και ξανά, μέχρι να αφαιρέσουν κάθε συναίσθημα από την ερμηνεία τους.
Οι περισσότερες από τις ταινίες του ήταν επηρεασμένες από τον Καθολικισμό του, αλλά καμιά σχέση δεν έχουν με τα ψευδοβιβλικά έπη του Χόλυγουντ. Αντίθετα, πρόκειται για αλληγορίες πάνω στην λύτρωση, την μεταμέλεια, την φύση της ανθρώπινης ψυχής και την μεταφυσική υπέρβαση ενός περιορισμένου κόσμου. Η δε εμπειρία του ως αιχμάλωτος πολέμου, τον έκανε να προτιμά ιστορίες όπου ο ήρωας υποφέρει σε ένα σκληρό κόσμο, άποψη του συνάδει και με την χριστιανική άποψη περί κόσμου.
Βασανισμένοι ήρωες
Η ταινία που τον έκανε διάσημο ήταν το «Ημερολόγιο ενός εφημέριου» (Journal d'un cure de champagne, 1951), βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Καθολικού συγγραφέα Ζωρζ Μπερνανός. Διαπραγματεύεται την αποτυχία ενός νεαρού επαρχιακού εφημέριου να διδάξει και να σώσει το ένα ποίμνιο που βρίσκεται σε πνευματική παρακμή και τον περιφρονεί.
Προβλήματα υγείας τον επιβάλλουν να τρέφεται μόνο με ψωμί και κρασί (ένας ολοφάνερος χριστιανικός συμβολισμός) και τον εμποδίζουν να ασκεί τα καθήκοντα του. Ένας μεγαλύτερος ιερέας τον συμβουλεύει να είναι πιο πραγματιστής, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η μόνη πνευματική νίκη του είναι η μεταστροφή μία κόμισσας που έμαθε να μισεί τον Θεό επειδή πέθανε ο γιος της. Αλλά το επόμενο πρωί η κόμισσα πεθαίνει και η κόρη της τον κατηγορεί για τον θάνατο της.
«Το ημερολόγιο ενός εφημέριου» είναι ένα χριστιανικό αριστούργημα μια ταινία πάνω στο πνευματικό νόημα των βασάνων στην ζωή, όπου ο νεαρός ιερέας πεθαίνει δηλώνοντας «όλα είναι Θεία Χάρις» και «ο Θεός δεν βασανίζει τον άνθρωπο» (η αγαπημένη ατάκα του Σκορτσέζε).
Η επόμενη ταινία του, «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε» (Un Condamne a mort echappe, 1956) ήταν επηρεασμένο από την εμπειρία του ως μέλος της Αντίστασης και αιχμάλωτος πολέμου. Ο Φονταίν (που το όνομα του σημαίνει πηγή ζωής) είναι φυλακισμένος σε μια φυλακή της Γκεστάπο. Κάποια στιγμή αποφασίζει να δραπετεύσει, αλλά τότε ένας έφηβος έρχεται να συγκατοικήσει στο κελί του. Χωρίς να είναι σίγουρος αν είναι χαφιές της Γκεστάπο ή όχι, και έχοντας να διαλέξει ανάμεσα στο να τον σκοτώσει και στο να του εκμυστηρευτεί το σχέδιο του, διαλέγει το δεύτερο.
Όμως το «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε» δεν είναι αντιστασιακή ταινία, αλλά ένας στοχασμός πάνω στην φύση της Πίστης του ανθρώπου. Πολλοί έχουν γράψει ότι αυτή η ταινία είναι επηρεασμένη από τον Γιανσενισμό του Μπρεσόν, μια αυστηρή καθολική αίρεση που πίστευε ότι ο Θεός έχει αποφασίσει ήδη από την αρχή του κόσμου ποιοι θα σωθούν και ποιοι όχι και ουσιαστικά απαξίωναν την Θεία Χάρη.
Όμως σε μια ιστορική συνέντευξη στους Γκοντάρ και Ντελαχαγιέ για τα «Cahiers du Cinema», ο Μπρεσόν στην ερώτηση αν είναι Γιανσενιστής, απάντησε ότι είναι μόνο όσο αφορά την δημιουργία ενός αυστηρού, πνευματικού στυλ. Συμπλήρωνε δε, ότι για αυτόν και για όλο τον κόσμο, ο Πασκάλ είναι σημαντικότερος. Ο Πασκάλ, αν και Γιανσενιστής ο ίδιος, στο βιβλίο του «Κείμενα για την Θεία Χάρη» ακολουθεί την καθολική θεολογία του Άγιου Αυγουστίνου. Ότι δηλαδή η Σωτηρία εξαρτάται από την θέληση του Θεού (και την Θεία Χάρη) και η αιώνια τιμωρία από την θέληση του ανθρώπου.
Έτσι το «Ένας καταδικασμένος σε θάνατο δραπέτευσε» βασίζεται πάνω σε αυτό το θέμα. Ο Φονταίν είναι καταδικασμένος σε θάνατο, δηλαδή στην αιώνια τιμωρία. Όμως μέσω της ελεύθερης βούλησης, σχεδιάζοντας δηλαδή την απόδραση, και με την βοήθεια της τύχης, των άλλων και πάνω από όλα της Θείας Χάριτος, φτάνει η καλύτερα επιστρέφει στην Σωτηρία. Με άλλα λόγια η ταινία είναι μια εκπληκτική παραβολή για την ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, όπου η φυλακή εκπροσωπεί τον πτωτικό κόσμο ή την αμαρτία και η απόδραση την πνευματική αναγέννηση.
Ένας ντοστογιεφσκικός μηδενιστής
Το πιο γνωστό του όμως έργο στο ελληνικό κοινό είναι ο «Πορτοφολάς» (Pickpocket, 1956), μια αριστουργηματική μεταφορά του «Έγκλημα και Τιμωρία» του Ντοστογιέφσκι στους δρόμους του Παρισιού. Ο Μισέλ (Μισέλ Λασάλ) είναι ένας επίδοξος πορτοφολάς και διανοούμενος, που θεωρεί ότι «μια ελίτ προικισμένων ατόμων δικαιούνται να ζουν πάνω από τον Νόμο». Με άλλα λόγια, έχουμε έναν νιτσεϊκό, ελιτιστή μηδενιστή που κλέβει γιατί θεωρεί τους άλλους κατώτερους και άξιους να τους κλέψει κανείς.
Όμως η συμπεριφορά του θα αλλάξει όταν ένας φίλος του εγκαταλείψει έγκυο την Ζαν, που φρόντιζε την άρρωστη μάνα του. Είναι δε στην φυλακή, που θα καταλάβει ότι η Ζαν είναι η ίδια η Θεία Χάρις. Ένα αντιμηδενιστικό αριστούργημα που σήμερα φαντάζει επίκαιρο όσο ποτέ.
Πρότυπα χριστιανικής καρτερικότητας
Παράδοξα χριστιανικό είναι το «Στην τύχη ο Μπαλταζάρ» (Αu Hasard Balthazar, 1966), που βλέπει τον κόσμο μέσα από τα μάτια ενός γαϊδάρου. Μια μεταφορά που παραπέμπει στην είσοδο του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, ενώ σαν Εκείνον, ο Μπαλταζάρ θα βρει ένα τέλος σαν «αμνός του Θεού». Πρώτη ιδιοκτήτρια του Μπαλταζάρ είναι η ντροπαλή και ευαίσθητη Μαρί (Άννα Βιεμένσκι), κόρη ενός «προοδευτικού» δασκάλου. Είναι αυτή που θα του δώσει το όνομα του για να συνεχίσει στα χέρια του ανήλικου εγκληματία Ζεράρ και άλλων σκληρών ιδιοκτητών. Όλοι οι ιδιοκτήτες εκπροσωπούν περισσότερο αμαρτίες, παρά είναι προσωπικότητες. Έτσι ο πατέρας της Μαρί εκπροσωπεί την πνευματική περηφάνια, ο μπακάλης και ο μυλωνάς την απληστία, και η Μαρί ενδίδει στον πειρασμό με τον Ζεράρ.
Στην ταινία ο Μπαλταζάρ εκπροσωπεί την αγνότητα, γι' αυτό και οι άλλοι που δεν έχουν σχέση με αυτήν, βρίσκουν ευχαρίστηση στο να τον βασανίζουν. Όμως όλα αυτά τα αντέχει με χριστιανική καρτερικότητα. Ενώ σαν τον ίδιο τον Μπρεσόν, αντιπροσωπεύει τον παραδοσιακό, αντιμοντέρνο κόσμο. «Ο Μπαλταζάρ» είναι το προσωπικό του αριστούργημα του μεγάλου δημιουργού με τον ομώνυμο πρωταγωνιστή να είναι ο απόλυτος μπρεσονικός ήρωας.
Στο ίδιο κλίμα είναι και η «Μουσέτ» (Mouchette, 1967) όπου ο μόνος τρόπος που μία 14χρονη πιτσιρίκα έρχεται σε επαφή με τον κόσμο είναι η σκληρότητα και τέλος ο βιασμός. Όπως έχει εξηγήσει και ο ίδιος ο Μπρεσόν: «Η Μουσέτ βρίσκεται στους πολέμους, στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες».
Η λατρεία του χρήματος
Στις τελευταίες ταινίες του Μπρεσόν, όπως το «Πιθανόν, ο Διάβολος» (Le Diable Probablent, 1977) και το «Χρήμα» (L' Argent, 1983), ασχολήθηκε αποκλειστικά με την άθεη, μηδενιστική νεολαία του σήμερα. Το δεύτερο υπήρξε ένα ντοστογιεφσκικό αριστούργημα που ξεσήκωσε εναντίον του το «προοδευτικό» κοινό στο Φεστιβάλ Καννών. Σε αυτό δύο πλουσιόπαιδα που χρειάζονται περισσότερο χαρτζιλίκι, τυπώνουν πλαστό χρήμα, που αλλάζει χέρια και καταλήγει στον αθώο φορτηγατζή υγρών καυσίμων Υβόν που τιμωρείται άδικα. Και ενώ ο Υβόν ξεκινάει ως καρτερικός χριστιανός καταλήγει ένας νέος Ρασκόλνικωφ.
Όπως έγραφε και προς το τέλος της ζωής του: «Πιστεύω ότι σε όλον τον κόσμο, τα πράγματα έχουν πάρει λάθος δρόμο. Οι άνθρωποι γίνονται υλιστές και σκληροί. Σκληροί από τεμπελιά, αδιαφορία και εγωτισμό, επειδή σκέφτονται μόνο τους εαυτούς τους, και καθόλου ότι συμβαίνει γύρω τους, έτσι αφήνουν να μεγαλώσει κάθε τι άσχημο και ηλίθιο. Ενδιαφέρονται μόνο για το χρήμα. Το χρήμα έχει γίνει ο Θεός τους. Για πολλούς από αυτούς, ο Θεός δεν υπάρχει».
Με αφορμή τα δέκα χρόνια από τον θάνατο του, είναι ευκαιρία να ανακαλύψουμε και εμείς ένα μεγάλο δημιουργό που έδωσε ένα βαθύτερο νόημα στον όρο «χριστιανικός κινηματογράφος».

Πηγή: Ρομπέρ Μπρεσόν: ο Άγιος του παγκόσμιου κινηματογράφου | Ελληνικές Γραμμές (e-grammes.gr) 

Ο Μπρεσόν (δεξιά) με το Ρώσο σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, στο Φεστιβάλ Καννών του 1983

Robert Bresson directing François Leterrier for Un Condamné à mort s’est échappé, 1956