Ο Τζόζεφ Φρανκ «Μπάστερ» Κίτον VI (Joseph Frank "Buster" Keaton VI, 4 Οκτωβρίου 1895 - 1 Φεβρουαρίου 1966) ήταν Αμερικανός κωμικός ηθοποιός και σκηνοθέτης. Γνωστός κυρίως για τις «βωβές» του ταινίες, το «σήμα κατατεθέν» του ήταν η κωμωδία με κινήσεις του σώματος, διατηρώντας, όμως, μια στωική αγέλαστη έκφραση, κερδίζοντας, έτσι το παρατσούκλι «Το Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο».
Ο Κίτον αναγνωρίστηκε ως ο έβδομος μεγαλύτερος σκηνοθέτης όλων των εποχών από το περιοδικό Entertainment Weekly. Το 1999,το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου κατέταξε τον Κίτον στην 21η θέση με τους καλύτερους άντρες ηθοποιούς όλων των εποχών. Το 2002, μια παγκόσμια ψηφοφορία του περιοδικού Sight and Sound κατέταξε την ταινία του Κίτον Ο στρατηγός (The General) στη 15η θέση με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Άλλες τρεις ταινίες του Κίτον έλαβαν ψήφους στην έρευνα του περιοδικού: Η φιλοξενία μας (Our Hospitality), Σέρλοκ, ο νεότερος (Sherlock Jr.) και Ο θαλασσοπόρος (The Navigator).
Τα παιδικά χρόνια στο Βαριετέ
Ο Κίτον γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου του 1895 σε μία μικρή πόλη του Κάνσας. Οι γονείς του ήταν πλανόδιοι θεατρίνοι. Πατέρας του ήταν ο Joseph Hallie Keaton, γέννημα-θρέμμα της επαρχίας Vigo County στην Ιντιάνα. Ο Τζο Κίτον είχε ένα περιπλανώμενο θίασο μαζί με το Χάρρυ Χουντίνι, το Mohawk Indian Medicine Company, που ενώ δινόταν μια παράσταση, πίσω από τη σκηνή πωλούνταν φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. Ο Μπάστερ Κίτον γεννήθηκε στην Πικούα του Κάνσας, τη μικρή πόλη όπου έτυχε να βρίσκεται η μητέρα του, Myra Edith Cutler, την ώρα του τοκετού.
Σύμφωνα με μια συχνά επαναλαμβανόμενη ιστορία αμφιβόλου γνησιότητας, ο Κίτον απέκτησε το παρατσούκλι «Μπάστερ» σε ηλικία περίπου έξι μηνών. Ο Κίτον είχε πει σε μια συνέντευξη του στον Φλέτσερ Μαρκλ πως ο Χάρυ Χουντίνι έτυχε να είναι παρών μια μέρα όταν ο μικρός Κίτον έπεσε από μια μεγάλη σκάλα χωρίς να τραυματιστεί. Όταν το βρέφος ανακάθισε σα να μην είχε συμβεί τίποτα, ο Χουντίνι αναφώνησε, «That was a real buster!» Σύμφωνα με τον Κίτον, εκείνη την εποχή, η λέξη buster (μπάστερ) χρησιμοποιούταν για μια πτώση που ήταν πολύ πιθανό να οδηγήσει σε κάποιο τραύμα. Μετά από αυτό ήταν ο πατέρας του Κίτον που χρησιμοποίησε το ψευδώνυμο αυτό για το νεαρό γιο του. Ο Κίτον επανέλαβε το ανέκδοτο πολλές φορές στα χρόνια που ακολούθησαν, συμπεριλαμβανομένης και μιας συνέντευξής του το 1964 στην εκπομπή Telescope στο καναδικό κανάλι CBC.
Σε ηλικία τριών ετών ο Κίτον μπήκε στο χώρο του θεάματος, παίζοντας με τους γονείς του στους «Τρεις Κίτον» (The Three Keatons). Εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη σκηνή το 1899 στη πόλη Wilmington της πολιτείας Ντέλαγουερ. Η παράσταση ήταν ουσιαστικά ένα κωμικό σκετς. Η μητέρα του έπαιζε σαξόφωνο στην άκρη της σκηνής ενώ ο Μπάστερ και ο πατέρας του έπαιζαν στο κέντρο της σκηνής. Ο νεαρός Κίτον υποτίθεται πως εκνεύριζε τον πατέρα του δείχνοντας ανυπακοή και ο πατέρας του αντιδρούσε πετώντας τον στο σκηνικό, στο σημείο που βρισκόταν η ορχήστρα ή ακόμα και στους θεατές. Μια λαβή βαλίτσας ήταν ραμμένη μέσα στα ρούχα του μικρού Κίτον για να τον βοηθάει με τα τινάγματα. Το νούμερο εξελισσόταν φυσιολογικά αφού ο Κίτον είχε μάθει να πέφτει με ασφάλεια. Πολύ σπάνια τραυματιζόταν ή πάθαινε κάποιο μώλωπα στη σκηνή. Αυτό το χοντροκομμένο είδος κωμωδίας οδήγησε σε κατηγορίες κατά των γονιών του Κίτον για κακοποίηση ανηλίκου και περιστασιακά ακόμα και σε συλλήψεις. Ο Μπάστερ Κίτον έδειχνε πάντα στις αρχές πως δεν είχε κάποιο μώλωπα ή καποιο σπασμένο οστό. Τελικά, τον αποκάλεσαν «Το Μικρό Παιδί Που Δεν Μπορεί Να Διαλυθεί» με το νούμερο να διαφημίζεται ως «Το Σκληρότερο Νούμερο Στην Ιστορία Του Θεάτρου». Δεκαετίες αργότερα, ο Κίτον είπε πως ο πατέρας του δεν τον χτύπησε ποτέ και πως οι πτώσεις και τα χτυπήματα ήταν θέμα σωστής τεχνικά εκτέλεσης. Το 1914 είπε στην εφημερίδα Detroit News «Το μυστικό είναι να πέφτεις μαλακά και να μειώνεις τη δύναμη της πτώσης με ένα χέρι ή ένα πόδι. Είναι ένα κόλπο. Ξεκίνησα τόσο νέος που το να προσγειώνομαι σωστά, μου έχει γίνει δεύτερη φύση. Αρκετές φορές θα είχα σκοτωθεί αν δεν μπορούσα να προσγειωθώ σαν γάτα. Μιμητές της παράστασής μας δε διαρκούν πολύ γιατί δεν αντέχουν τη διαδικασία.»
Ο Κίτον ανέφερε πως του άρεσε τόσο πολύ που κάποιες φορές άρχιζε να γελάει όταν ο πατέρας του τον πετούσε από τη σκηνή. Επειδή πρόσεξε πως αυτό έβγαζε λιγότερο γέλιο από τους θεατές, υιοθέτησε τη διάσημη αγέλαστη έκφρασή του.
Η παράσταση ερχόταν σε σύγκρουση με πολλούς νόμους που απαγόρευαν να παίζουν τα παιδία σε βαριετέ. Λέγεται πως όταν ένας λειτουργός είδε τον Κίτον με το κοστούμι και μακιγιαρισμένο και ρώτησε ένα μηχανικό της σκηνής πόσο χρονών ήταν, ο μηχανικός έδειξε τη μητέρα του Κίτον, λέγοντας «Δεν ξέρω, ρώτα τη γυναίκα του!».
Σε ηλικία έξι ετών ο Κίτον ήταν ήδη ένας εντυπωσιακός ακροβάτης και μίμος. Σύμφωνα με ένα βιογράφο, ο Κίτον υποχρεώθηκε να πάει σχολείο όταν έπαιζε στη Νέα Υόρκη αλλά πήγε σχολείο για ένα μέρος μιας μέρας. Παρά τις εμπλοκές με το νόμο και μια καταστροφική περιοδεία σε θέατρα μουσικών επιθεωρήσεων στη Βρετανία, ο Κίτον ήταν ένα ανερχόμενο αστέρι του θεάτρου. Ο ίδιος δήλωσε πως έμαθε να διαβάζει και να γράφει σε μεγάλη ηλικία και πως τον δίδαξε η μητέρα του. Το Τρίο Κίτον σημείωνε επιτυχία αλλά ο αλκοολισμός του πατέρα του Κίτον απειλούσε να καταστρέψει τη φήμη της οικογενειακής παράστασης. Έτσι, σε ηλικία 21 ετών, ο Κίτον και η μητέρα του, Myra, έφυγαν για τη Νέα Υόρκη, όπου ο Μπάστερ μεταπήδησε ταχύτατα από το βαριετέ στον κινηματογράφο εμφανιζόμενος σε ταινίες του Φάτι Άρμπακλ. Κατετάγη στο στρατό το 1918 και υπηρέτησε κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετατέθηκε στη Γαλλία αλλά δε συμμετείχε ενεργά σε καμία μάχη. Κατά τη διάρκεια του πολέμου έχασε μερικώς την ακοή του. Το 1919 επέστρεψε στην Αμερική.
Εποχή του Βωβού Κινηματογραφου
Το Φεβρουάριο του 1917, ο Κίτον γνώρισε τον Ρόσκοε «Φάττυ» Άρμπακλ στα στούντιο Talmadge στη Νέα Υόρκη, όπου ο Άρμπακλ είχε υπογράψει συμβόλαιο με τον παραγωγό Τζόζεφ Μ. Σενκ. Ο Τζο Κίτον αποδοκίμαζε τις ταινίες και ο Μπάστερ είχε τις επιφυλάξεις του για το μέσο. Κατά τη διάρκεια της πρώτης συνάντησης του με τον Άρμπακλ, ζήτησε να δανειστεί μια κάμερα για να μάθει πώς λειτουργεί. Πήρε την κάμερα στο δωμάτιο του ξενοδοχείου όπου έμενε, την αποσυναρμολόγησε και την επανασυναρμολόγησε. Έχοντας κατανοήσει τη μηχανική του κινηματογράφου, επέστρεψε την επόμενη μέρα, με την κάμερα στο χέρι, ζητώντας δουλειά. Προσελήφθη ως συμπρωταγωνιστής και συντάκτης κωμικών ατακών, κάνοντας την πρώτη του εμφάνιση στην ταινία The Butcher Boy. Ο Κίτον ισχυρίστηκε πως έγινε σύντομα βοηθός σκηνοθέτη του Άρμπακλ και ολόκληρου του τμήματος συγγραφής κωμικών διαλόγων. Ο Κίτον και ο Άρμπακλ έγιναν στενοί φίλοι.
Μετά την επιτυχημένη συνεργασία του Κίτον με τον Άρμπακλ, ο Σενκ του έδωσε μια δική του μονάδα παραγωγής, την Buster Keaton Comedies. Έκανε μια σειρά από κωμωδίες μικρού μήκους, όπως το «Μια εβδομάδα» (One Week, 1920), «Το στοιχειωμένο σπίτι» (The Haunted House, 1921), «Το θέατρο» (The Playhouse, «Η βάρκα» (The Boat, 1921), «Το χλωμό πρόσωπο» (The Paleface, 1922), «Μπάτσοι» (Cops, 1922) και «The Electric House» (1922). Βασιζόμενος στην επιτυχία αυτών των ταινιών μικρού μήκους, ο Κίτον μεταπήδησε στις ταινίες μεγάλου μήκους. Στους συγγραφείς του Κίτον συγκαταλέγονταν οι Κλάιντ Μπρούκμαν και Τζιν Χαβέζ αλλά τις πιο έξυπνες ατάκες συχνά τις σκεφτόταν ο ίδιος ο Κίτον. Ο σκηνοθέτης κωμωδιών Λίο ΜακΚάρεϊ, ανακαλώντας τις ξέγνοιαστες μέρες που έφτιαχναν φαρσοκωμωδίες, είπε, «Όλοι μας προσπαθούσαμε να κλέψουμε τους συντάκτες των άλλων. Αλλά δεν είχαμε καμία τύχη με τον Κίτον γιατί τις καλύτερες ατάκες του, τις σκεφτόταν ο ίδιος και δεν μπορούσαμε να κλέψουμε αυτόν». Οι πιο περιπετειώδεις ιδέες απαιτούσαν επικίνδυνα ακροβατικά, τα οποία εκτελούνταν επίσης από τον Κίτον. Κατά τη διάρκεια της σκηνής του σιδηροδρόμου-υδατοδεξαμενής στο Σέρλοκ ο Νεότερος, ο Κίτον έσπασε το λαιμό του όταν έπεσε πάνω σε μια σιδηροτροχιά αλλά δεν το κατάλαβε παρά μόνο μετά από χρόνια. Μια σκηνη από την ταινία Το ατμόπλοιο Μπιλ, Ο Νεότερος απαιτούσε από τον Κίτον να τρέξει και να σταθεί ακίνητος σε ένα συγκεκριμένο σημείο. Μετά η πρόσοψη ενός τριώροφου κτιρίου κατέρρεε πέφτοντας πάνω του. Ο χαρακτήρας του Κίτον αναδυονόταν από τα συντρίμμια αλώβητος, χάρη σε ένα και μοναδικό ανοχτό παράθυρο, μέσα από το οποίο περνούσε. Η σκηνή απαιτούσε ακρίβεια γιατί το σκηνικό ζύγιζε δύο τόνους και το παράθυρο πρόσφερε μόνο μερικά εκατοστά χώρου γύρω από το σώμα του Κίτον. Η σκηνή έγινε μία από τις εικονικές στιγμές στην καριέρα του Κίτον.
Ο κριτικός κινηματογράφου Ντέηβιντ Τόμσον αργότερα περιέγραψε το ύφος κωμωδίας του Κίτον: «Ο Μπάστερ, απλά ένας άνθρωπος που κλίνει προς μια πίστη σε τίποτα άλλο εκτός από τα μαθηματικά και τον παραλογισμό...σαν έναν αριθμό που πάντα ψάχνει τη σωστή εξίσωση. Κοίταξε το πρόσωπό του-τόσο όμορφο αλλά καθόλου ανθρώπινο σαν πεταλούδα-και βλέπεις αυτή την απόλυτη αποτυχία να διακρίνεις κάποιο συναίσθημα.» Εκτός από «Απόφοιτος Κολλεγίου» (Steamboat Bill Jr., 1928) στις πιο διαχρονικές ταινίες μεγάλου μήκους του Κίτον περιλαμβάνονται οι: «Η Φιλοξενία Μας» (Our Hospitality, 1923), «Ο Θαλασσοπόρος» (The Navigator, 1924), «Σέρλοκ ο νεότερος» (Sherlock Jr., 1924), «Επτά Ευκαιρίες» (Seven Chances, 1925), «Ο Κινηματογραφιστής» (The Cameraman, 1928) και «Ο Στρατηγός» (The General, 1927).
Ο Στρατηγός, που διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφυλίου Πολέμου, συνδύασε τη σωματική κωμωδία του Κίτον με την αγάπη του για τα τρένα. Γυρισμένη σε γραφικές τοποθεσίες, η ταινία αναπαριστά ένα πραγματικό γεγονός της πολεμικής εκείνης περιόδου. Αν και σήμερα θεωρείται το εξοχότερο επίτευγμα του Κίτον, η ταινία έλαβε ανάμικτες κριτικές εκείνη την εποχή. Ήταν πολύ δραματική για κάποιους κινηματογραφόφιλους που περίμεναν μια ελαφριά κωμωδία και οι κριτικοί αμφισβήτησαν την ικανότητα του Κίτον να φτιάξει μια κωμική ταινία για τον Εμφύλιο Πόλεμο, ακόμα και όταν επισημαίνουν ότι έβγαζε «κάποιο γέλιο». Το γεγονός ότι οι ήρωες της ιστορίας ήταν από την πλευρά των Νοτίων μάλλον συνέβαλε στην αντιδημοτικότητα της ταινίας. Στις μέρες του ήταν μια ακριβή παραγωγή που έπεσε στο κενό. Δεν εμπιστευθήκαν ποτέ ξανά στον Κίτον τον πλήρη έλεγχο των ταινίών του. Ο διανομέας του, η εταιρία United Artists, επέμενε να υπάρχει και ένας διευθυντής παραγωγής για να εποπτεύει τα έξοδα και να παρεμβαίνει αλλάζοντας κάποια στοιχεία του σεναρίου, αν ήταν απαραίτητο. Ο Κίτον άντεξε αυτή τη μεταχείριση για δύο ακόμα ταινίες και μετά αντάλλαξε την ανεξαρτησία του για μια θέση στο μεγαλύτερο στούντιο του Χόλιγουντ, στη Metro-Goldwyn-Mayer. Η απώλεια της ανεξαρτησίας του Κίτον ως παραγωγός συνέπεσε με τον ερχομό των ομιλουσών ταινιών και τα συσσωρευόμενα προσωπικά προβλήματα, με αποτέλεσμα η καριέρα του στην αρχή της εποχής του ομιλούντος κινηματογράφου να δεχθεί ένα ισχυρό πλήγμα.
Το 1921, ο Κίτον παντρεύτηκε τη Νάταλι Ταλμάτζ, την κουνιάδα του αφεντικού του, Τζόζεφ Σενκ, και αδερφή των ηθοποιών Νόρμα Ταλμάτζ και Κονστάνς Ταλμάτζ. Κατά τη διάρκεια των τριών πρώτων χρόνων του γάμου, το ζευγάρι απέκτησε δυο γιους, τον Τζέιμς (1922-2007) και τον Ρόμπερτ (γ. 1924) αλλά μετά τη γέννηση του Ρόμπερτ η σχέση άρχισε να έχει προβλήματα. Η Νάταλι ζητούσε μεγάλο σπίτι, λιμουζίνες, πάρτι στα οποία προσκαλούσε όλο το Χόλιγουντ, μπάτλερ και γκουβερνάντες για τους δύο γιους τους. Ο Μπάστερ Κίτον το μόνο που ήθελε ήταν να γυρίζει ταινίες.
Σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του Κίτον, η Νάταλι τον έδιωξε από την κρεβατοκάμαρά τους και έστελνε ιδιωτικούς ντετέκτιβ να τον παρακολουθούν για να δει με ποιες έβγαινε πίσω από την πλάτη της. Οι υπερβολές της ήταν άλλος ένα παράγοντας που οδήγησε στην κατάρρευση του γάμου. Κατά τη διάρκεια της δεκαετιας του 1920, σύμφωνα με την αυτοβιογραφία του, έβγαινε με την ηθοποιό Κάθλην Κει. Όταν έδωσε ένα τέλος στη σχέση, η Κει έγινε έξω φρενών και κατέστρεψε το καμαρίνι του. Μετά από προσπάθειες συμφιλίωσης, η Νάταλι πήρε διαζύγιο από τον Κίτον το 1932, παίρνοντας του όλη του την περιουσία και αρνούμενη να του επιτρέψει οποιαδήποτε επαφή με τους γιους του, των οποίων το επίθετο άλλαξε σε Ταλμάτζ. Ο Κίτον ξαναέσμιξε μαζί τους περίπου μια δεκαετία αργότερα όταν ο μεγαλύτερος γιος του ήταν 18 ετών. Η απότυχία του γάμου του σε συνδυασμό με την απώλεια της ανεξαρτησίας του ως παραγωγός, οδήγησε τον Κίτον σε μια περίοδο αλκοολισμού.
Στο αποκορύφωμα της δημοτικότητάς του, ο Κίτον ξόδεψε $300.000 για να χτίσει ένα σπίτι 930 m2 στο Μπέβερλι Χιλς, το οποίο αργότερα το αγόρασε ο Τζέιμς Μέισον και ο Κάρι Γκραντ. Η «Ιταλικη Βίλα» του Κίτον φαίνεται στην ταινία του Κίτον Parlor, Bedroom and Bath. Ο Κίτον είπε αργότερα πως: «Έπαθα πολλά για να χτίσω αυτή την τρώγλη.» Ο Μέισον βρήκε στο σπίτι, στη δεκαετία του '50, πολυάριθμα κουτιά με σπάνιες ταινίες του Κίτον. Οι ταινίες μεταφέρθηκαν γρήγορα σε φιλμ ασφαλείας πριν αλλοιωθούν περισσότερο τα πρωτότυπα φιλμ από νιτροκυτταρίνη.
Ο Κίτον νοσηλεύτηκε για ένα μικρό χρονικό διάστημα σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα. Ωστόσο, σύμφωνα με το ντοκιμαντέρ του καναλιού TCM «So Funny it Hurt», ο Κίτον κατάφερε να ξεφύγει από έναν ζουρλομανδύα χρησιμοποιώντας κάποια κόλπα που είχε μάθει στο βαριετέ. Το 1933 παντρεύτηκε τη νοσοκόμα του, Μάε Σκράιβεν, κατά τη διάρκεια ενός ξεφαντώματος όπου το αλκοόλ έρρεε άφθονο. Ο Κίτον δήλωσε κατόπιν πως δε θυμόταν τίποτα από το περιστατικό (ο ίδιος ο Κίτον αποκάλεσε αργότερα αυτη την περίοδο «αλκοολικό μπλακ άουτ»). Η ίδια η Σκράιβεν μετέπειτα δήλωσε πως δεν ήξερε ούτε καν το πραγματικό όνομα του Κίτον πριν το γάμο. Όταν χώρισαν το 1936, το οικονομικό κόστος για τον Κίτον ήταν και πάλι μεγάλο.
Το 1940, ο Κίτον παντρεύτηκε την κατά 23 χρόνια νεότερή του Ελεανόρ Νόρις (1918-1998). Σε αυτήν αποδίδεται η διάσωση της ζωής του Κίτον αφού τον έβγαλε από τον αλκοολισμό και βοήθησε να περισωθεί η καριέρα του. Ο γάμος διήρκεσε μέχρι το θάνατό του. Μεταξύ του 1947 και του 1954 εμφανίζονταν τακτικά στο Τσίρκο Μεντράνο στο Παρίσι ως ντουέτο. Ήξερε τις συνήθειές του τόσο καλά που συχνά συμμετείχε σε αυτές σε τηλεοπτικές αναπαραστάσεις.
Ομιλών κινηματογράφος και τηλεόραση
Ο Κίτον υπέγραψε με την MGM το 1928, μια επαγγελματική απόφαση που αργότερα θα αποκαλούσε τη χειρότερη της ζωής του καθώς άρχισαν τα προβλήματα σε επαγγελματικό αλλά και προσωπικό επίπεδο. Ο Κίτον συνειδητοποίησε πολύ αργά πως το σύστημα που ακολουθούσε η MGM θα ήταν πιο περιοριστικό από την ελευθερία στην οποία είχε συνηθίσει, περιορίζοντας αυστηρά την καλλιτεχνική του έκφραση. Ήταν υποχρεωμένος να προσκολλάται σε σενάρια που ήταν φορτωμένα με διαλόγους. Για πρώτη φορά ο Κίτον αναγκάστηκε να χρησιμοποιήσει κασκαντέρ κατά τά γυρίσματα κάποιων επικίνδυνων σκηνών, αφού η MGM ήθελε να προστατεύσει την επένδυσή της. Σταμάτησε, επίσης, να σκηνοθετεί αλλά συνέχισε να παιζει και έκανε για την εταιρία μερικές από τις πιο επιτυχημένες οικονομικά ταινίες του. Η MGM προσπάθησε να ενώσει επαγγελματικά τον λακωνικό Κίτον με τον θορυβώδη Τζίμυ Ντουράντ σε μια σειρά ταινιών The Passionate Plumber, Μίλα Ελευθερα (Speak Easily) και What! No Beer?. Η τελευταία θα ήταν η τελευταία εμφάνισή του ως πρωταγωνιστής. Οι ταινίες αποδείχτηκαν δημοφιλείς. Τριάντα χρόνια αργότερα ο Κίτον και ο Ντουράντ είχαν κάποιους μικρούς ρόλους στο Ενας Τρελλος Τρελλος Κοσμος.
Στις πρώτες ομιλούσες ταινίες του Κίτον, αυτός και οι υπόλοιποι ηθοποιοί γύριζαν κάθε σκηνή τρεις φορές: μία στα Αγγλικά, μία στα Ισπανικά και μία στα Γαλλικά ή στα Γερμανικά. Οι ηθοποιοί απομνημόνευαν φωνητικά τα ξενόγλωσσα σενάρια, λίγο κάθε φορά, και γυρίζαν αμέσως. Αυτό σχολιάζεται στο ντοκιμαντέρ του καναλιού TCM Buster Keaton: So Funny it Hurt με τον Κίτον να παραπονιέται επειδή έπρεπε να γυρίζει άθλιες ταινίες όχι μόνο μία αλλά τρεις φορές. Το καλλιτεχνικό του όνομα στην ισπανική αγορά ήταν Pamplinas («Ανοησία») και το παρατσούκλι του ήταν Cara de palo («Ξύλινο Πρόσωπο»). Οι Γαλλοι αναφερόντουσαν στον Κίτον ως «Malec».
Στα παρασκήνια, ο κόσμος του Κίτον βρισκόταν σε χάος, με τις διαδικασίες του διαζυγίου και τον αλκοολισμό να συντελούν σε καθυστερήσεις στην παραγωγή και σε δυσάρεστα συμβάντα στο στούντιο. Ο Κίτον ήταν τόσο άσχημα κατά τη διάρκεια της παραγωγής της ταινίας του 1933 What! No Beer? που η MGM τον αποδέσμευσε μόλις τελείωσαν τα γυρίσματα αν και η ταινία έγινε τεράστια επιτυχία. Το 1934, ο Κίτον δέχτηκε μια προσφορά να κάνει μια ανεξάρτητη ταινία στο Παρίσι, Le Roi des Champs-Élysées. Εκείνη την περίοδο έκανε και μια ακόμα ταινία στην Ευρώπη, το The Invader (που κυκλοφόρησε στην Αμερική υπό τον τίτλο An Old Spanish Custom το 1936). Αμέσως μετά την επιστροφή του στο Χόλιγουντ, έκανε μια επανεμφάνιση στον κινηματογράφο με μια σειρά 16 κωμωδιών μικρού μήκους για την εταιρεία Educational Pictures. Οι περισσότερες είναι απλές οπτικές κωμωδίες με τις περισσότερες ατάκες να είναι γραμμένες από τον ίδιο τον Κίτον. Όταν η σειρά εφτασε στο τέλος της το 1937, ο Κίτον επέστρεψε στην MGM ως συντάκτης κωμωδιών, στις οποίες περιλαμβάνονταν και οι ταινίες των Αδερφών Μαρξ «Το Τσίρκο» (At the Circus,1939) και «Οι Αδερφοί Μαρξ Στην Άγρια Δύση» (Go West,1940) όπως και υλικό για τον διάσημο κωμικο Red Skelton.
Το 1939, η Columbia Pictures προσέλαβε τον Κίτον για να πρωταγωνιστήσει σε μια σειρά ταινιών μικρού μήκους. Η σειρά διήρκεσε δύο χρόνια. Σκηνοθέτης ήταν συνήθως ο Τζουλς Ουάιτ, ο οποίος έδινε ιδιαίτερη έμφαση στη φαρσοκωμωδία, κάτι που έκανε τις ταινίες να μοιάζουν με τις κωμωδιες του Τρίο Στούτζες, οι οποίες είχαν επίσης σκηνοθετηθεί από τον Ουάιτ. Από τις δέκα ταινίες που έκανε με την Columbia η αγαπημένη του ήταν η ταινία Pest From the West (1939) ένα μικρό ριμέικ της ελάχιστα γνωστής ταινίας του The Invader (1935). Το Pest From the West δε σκηνοθετήθηκε από τον Ουάιτ αλλά από τον Ντελ Λορντ. Οι θεατές και οι ιδιοκτήτες κινηματογράφων υπόδεχτηκαν θερμά τις κωμωδίες του Κίτον με την Columbia, που ήταν αρκετά επιτυχημένες ώστε να επαναπροβληθούν πολλές φορές κατά τη δεκαετία του '60.
Με την προσωπική του ζωή να έχει σταθεροποιηθεί με το γάμο του το 1940, ο Κίτον εγκατέλειψε την Columbia. Κατά τη δεκαετία του 1940 ο Κίτον υποδήθηκε χαρακτήρες σε ταινίες Α' και Β' κατηγορίας. Οι κριτικοί ανακάλυψαν ξανά τον Κίτον το 1949 και οι παραγωγοι τον προσλάμβαναν κατά καιρους και σε μεγαλύτερες και με περισσότερο κύρος ταινίες. Έκανε σύντομες εμφανίσεις σε ταινίες όπως στις In the Good Old Summertime (1949), Η λεωφορος της Δύσεως (Sunset Boulevard, 1950), Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες (Around The World In 80 Days, 1956) και Ένας τρελός τρελός κόσμος (It's a Mad, Mad, Mad, Mad World, 1963). Ο Κίτον εμφανίστηκε περισσότερο στο A Funny Thing Happened on the Way to the Forum (1966). Εμφανίστηκε, επίσης, σε μια κωμική σκηνή για δύο αδέξιους μουσικούς, στην ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν Τα φώτα της ράμπας(Limelight, 1952), ανακαλώντας το βαριετέ της ταινίας του Κίτον Το θέατρο (The Playhouse). Με εξαίρεση το Seeing Stars, ένα ελάχιστα γνωστό φιλμ του 1922, Τα φωτα της ράμπας αποτελούν τη μοναδική φορά στην οποία η δύο επιφανέστεροι γίγαντες της βωβής κωμωδίας θα εμφανιζόντουσαν μαζί στη μεγάλη οθόνη.
Το 1950, ο Κίτον είχε μια επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά, The Buster Keaton Show, το οποίο μεταδιδόταν ζωντανά από ένα τοπικό στούντιο του Λος Άντζελες. Μια προσπάθεια να αναδημιουργηθεί η πρώτη σειρά σε ταινία ως Η ζωή με τον Μπάστερ Κίτον (Life with Buster Keaton,1951), κάτι που επέτρεψε στο πρόγραμμα να μεταδοθεί σε παναμερικανικό επίπεδο, δεν γνώρισε μεγάλη επιτυχία. Μια ταινία The Misadventures of Buster Keaton προέκυψε από τη σειρά. Ο Κίτον είπε πως ο ίδιος κατήργησε τη μαγνητοσκοπημένη σειρά γιατί δεν ήταν σε θέση να δημιουργεί αρκετό φρέσκο υλικό για να παράγει ένα καινούριο σόου κάθε εβδομάδα. Ο Κίτον εμφανίστηκε, επίσης, στην εκπομπή του κωμικού Εντ Ουίν. Σε ηλικία 55 ετών, αναπαράστησε ένά από τα ακροβατικά της νιότης του, στο οποίο στήριζε το ένα του πόδι πάνω σε ένα τραπέζι μετά το δεύτερο πόδι του αιωρούνατν δίπλα στο πρώτο και κρατιόταν σε αυτή την άβολη θέση για μια στιγμή πριν πέσει με πάταγο στο πάτωμα της σκηνής. Ο οικοδεσπότης της εκπομπής I've Got a Secret, Γκάρι Μουρ είπε: " Ρώτησα (τον Κίτον) πώς έκανε όλες αυτές τις πτώσεις και απάντησε, «Θα σου δείξω». Άνοιξε το σακάκι του και ήταν γεμάτος μελανιές. Έτσι το έκανε, λοιπόν - πονουσε - αλλά έπρεπε να σε νοιάζει αρκετά ώστε να μη σε νοιάζει".
Σε αντίθεση με τον σύγχρονό του Χάρολντ Λόυντ, που δεν επέτρεπε να προβληθούν οι ταινίες του στη τηλεόραση (και γι' αυτό είναι λιγότερο γνωστός στο σημερινό κοινό), οι περιοδικές εμφανίσεις του Κίτον στην τηλεόραση βοήθησαν στο να αναζωογονηθεί το ενδιαφέρον του κοινού για τις βωβές ταινίες του τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Το 1954, ο Κίτον έπαιξε τον πρώτο του τηλεοπτικό δραματικό ρόλο στο «The Awakening», ένα επεισόδιο της ανθολογικής σειράς Douglas Fairbanks, Jr., Presents. Το 1961 πρωταγωνίστησε σε ένα επεισόδιο της σειράς Η Ζώνη Του Λυκόφωτος με τίτλο «Once Upon a Time», το οποίο περιελάμβανε και βουβές και ομιλούσες σκηνές. Ο Κίτον έπαιξε τον ταξιδιώτη του χρόνου Μάλιγκαν, ο οποίος ταξίδεψε από το 1890 στο 1960 και μετά πάλι πίσω μέσω ενός ειδικού κράνους. Ο Κίτον βρήκε, επίσης, σταθερή δουλειά ως ηθοποιός σε τηλεοπτικές διαφημίσεις, συμπεριλαμβανομένης και μιας δημοφιλούς σειράς βωβών διαφημίσεων για την Simon Pure Beer, στην οποία αναπαρήγαγε αστεία από την εποχή των βωβών ταινιών του. Το 1963, ο Κίτον στο επεισόδιο «Think Mink» της κωμικής σειράς του ABC Mr. Smith Goes to Washington με τον Φες Πάρκερ. Το 1964, εμφανίστηκε με την Τζόαν Μπλοντέλ και τον Τζο Ε. Μπράουν στο τελευταίο επεισόδιο της δραματικής σειράς του ABC Thw Greatest Show On Earth, με πρωταγωνιστή τον Τζακ Πάλανς.
Τον Αύγουστο του 1960, ο Κίτον δέχτηκε το ρόλο του μουγκού βασιλιά Σέξτιμους του Σιωπηλού στην περιοδεία του μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ Once Upon A Mattress. Η Έλεανορ Κίτον συμμετείχε στη χορωδία και κατά τη διάρκεια της πρόβας απαντούσε σε όλες τις ερωτήσεις που απευθύνονταν στο σύζυγό της, δημιουργώντας δυσκολίες στην επικοινωνία. Μετά από μερικές μέρες ο Κίτον έκανε το κλίμα πιο ευχάριστο με την "εντελώς απολαυστική αίσθηση του χιούμορ του", σύμφωνα με την Φριτζ Μπλερ, η οποία ήταν συμπρωταγωνίστρια του παίζοντας τη σύζυγο του Βασίλισσα Αγγραβέιν. Όταν η περιοδεία έφτασε στο Λος Άντζελες, ο Κίτον κάλεσε όλους τους ηθοποιούς και το συνεργείο σε ένα σπαγγέτι πάρτυ στο σπίτι του στο Woodland Hills και τους διασκέδασε τραγουδώντας τραγούδια από το βαριετέ.
Το 1960, ο Κίτον επέστρεψε για τελευταία φορά στην MGM, υποδυόμενος έναν εκπαιδευτή λιονταριών σε μια μεταφορά στον κινηματογράφο του Μαρκ Τουαίην Οι περιπέτειες του Χάκλμπερι Φιν. Μεγάλο μέρος της ταινίας γυρίστηκε δίπλα στον ποταμό Σακραμέντο, ο οποίος αντικατέστησε τον ποταμό Μισισιπή από το βιβλίο του Τουαίην.
Ο Κίτον πρωταγωνίστησε σε μια ταινία μικρού μήκους, που λεγόταν The Railrodder (1965) για τη National Film Board of Canada. Φορώντας το παραδοσιακό του καπέλο με το γυριστό μπορ, ταξίδεψε από τη μια άκρη του Καναδά στην άλλη, αυτοσχεδιάζοντας κωμικά σκετς παρόμοια με αυτά που έκανε στις ταινίες του 50 χρόνια πριν. Η ταινία είναι, επίσης, αξιοσημείωτη ως η τελευταία βωβή κινηματογραφική εμφάνιση του Κίτον. Το The Railroader γυρίστηκε παράλληλα με ένα ντοκιμαντέρ στα παρασκήνια για το βίο και την πολιτεία του Κίτον, που λεγόταν Buster Keaton Rides Again, επίσης γαι τη National Film Board. Έπαιξε τον κεντρικό ρόλο στην ταινία Φιλμ (Film, 1965), που έγραψε ειδικά γι' αυτόν ο Σάμιουελ Μπέκετ, σε σκηνοθεσία Άλαν Σνάιντερ. Η τελευταία εμφάνιση του Κίτον ήταν στην ταινία A Funny Thing Happened on the Way to the Forum (1966). Εντυπωσίασε τους υπόλοιπους ηθοποιούς κάνοντας τις περισσότερες από τις επικίνδυνες σκηνές του στην ταινία, αν και η Thames Television είπε πως η κακή υγεία του, τους ανάγκασε να χρησιμοποιήσουν κασκαντέρ για κάποιες σκηνές.
Ο Κίτον πέθανε την 1 Φεβρουαρίου 1966 από καρκίνο του πνεύμονα στο Γούντλαντ Χιλς της Καλιφόρνιας σε ηλικία 70 ετών. Δεν του είπαν ποτέ πως βρισκόταν στο τελευταίο στάδιο της ασθένειας, αφήνοντάς τον να νομίζει πως έχει βρογχίτιδα. Περιορισμένος σε ένα νοσοκομείο τις τελεταίες του μέρες, ο Κίτον ήταν ακούραστος και πηγαινοερχόταν συνέχεια μέσα στο δωμάτιό του. Σε ένα βρετανικό ντοκιμαντέρ για την καριέρα του, η χήρα του, Έλινορ, είπε στους παραγωγούς της Thames Television ότι ο Κίτον έπαιζε χαρτιά με φίλους του το βράδυ πριν πεθάνει.
Από το 1917 ως το θάνατό του, το 1966, ο Μπάστερ Κίτον έπαιξε σε περισσότερες από 120 ταινίες μικρού ή μεγάλου μήκους, βωβές ή ομιλούσες. Ο Κίτον ήταν μια μοναδική προσωπικότητα στον χώρο του κινηματογράφου. Με απόλυτο έλεγχο των εκφραστικών και των κινησιολογικών του μέσων, με αυτό το φαινομενικά ακίνητο πρόσωπο, ήρεμο, σοβαρό, γοητευτικό και, τελικά, κυρίαρχο. Εκτός από τα υποκριτικά και σκηνοθετικά του χαρίσματα διακρινόταν για την ταπεινοφροσύνη και την αξιοπρέπειά του. Ένα βιογραφικό σημείωμα για τον Μπάστερ Κίτον θα μπορούσε να έχει δύο όψεις: η μία, φωτεινή και απαστράπτουσα, θα περιέγραφε την ιστορία ενός σταρ του βωβού κινηματογράφου, εφάμιλλου του Τσάρλι Τσάπλιν και του Χάρολντ Λόιντ. Η άλλη θα κατέγραφε τη ζωή ενός ηθοποιού που εξέπεσε σταδιακά σε διασκεδαστή, αλκοολικό και ανυπόληπτο, κοντά σε μια γυναίκα η οποία αφαίμαξε την περιουσία και το ταλέντο του, αποσπώντας στο τέλος ως και τα παιδιά του. Τέλειωσε τη ζωή του γράφοντας αστεία για διάσημους κωμικούς, δεχόμενος συχνά προσβολές και ταπεινωτικά σχόλια για τα κείμενά του, ενώ εμφανιζόταν περιστασιακά και στην τηλεόραση σε διάφορα σόου. Δεν αρνήθηκε μάλιστα να διαφημίσει προϊόντα όπως το Άλκα Σέλτζερ ή τη Σέβεν Απ. Και οι δύο εκδοχές είναι πραγματικές, συνθέτοντας το παζλ της ζωής του Μπάστερ Κίτον. Ενός ανθρώπου με μεγάλο ταλέντο που κάμφθηκε όμως από τις αντιξοότητες και τις δυσκολίες.
Πηγή: Μπάστερ Κίτον - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Φιλμογραφία
Σκηνοθεσία
|
Ηθοποιός
|
Συγγραφέας-Σεναριογράφος
|
Πηγή: Buster Keaton - IMDb
Υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύουν τα μακαρόνια, (με τυρί – με σάλτσα – με κρέας -ή και σκέτα) και απεχθάνονται ή βαριούνται το ρύζι. Και τούμπαλιν.
Υπάρχουν άνθρωποι που λατρεύουν τους σκύλους (σκέτους, χωρίς σάλτσα) και απεχθάνονται τις γάτες. Και τούμπαλιν.
Υπάρχουν κάποιοι που προτιμούν τον Αριστοτέλη απ’ τον Πλάτωνα, και κάποιοι που θαυμάζουν τον Τσάρλι Τσάπλιν κι αγνοούν τον Μπάστερ Κήτον.
Από παιδί προτιμούσα το ρύζι, τις γάτες, τον Πλάτωνα και τον Κήτον. Τα μακαρόνια μου φαίνονταν άνοστα, οι σκύλοι υπερβολικά εξαρτημένοι κι ο Τσάπλιν πολύ μελοδραματικός.
Μεγαλώνοντας μπόρεσα να εκτιμήσω κι αυτά που δεν συμπαθούσα. Αλλά ενώ αναγνωρίζω τη μεγαλοφυΐα του Τσάπλιν, πάντα ο αγαπημένος μου κινηματογραφιστής και ηθοποιός του βωβού κινηματογράφου θα είναι ο αγέλαστος γελωτοποιός, ο Μπάστερ Κήτον.
Οπότε νομίζω ότι είναι καιρός να τιμήσω μ’ ένα μικρό κείμενο εκείνον που χρησιμοποιώ ως προσωπείο της περσόνας μου.
~~
Ο Τζόζεφ Φράνσις Κήτον γεννήθηκε στις 4 Οκτωβρίου 1895, στο Κάνσας, κάτω από μια τέντα τσίρκου. Ήταν ο πρωτότοκος γιος ενός ζευγαριού τσιρκολάνων του βοντβίλ, που ήταν γνωστοί ως “Οι δύο Κήτον”.
(Το Vaudeville άρχισε ως ένα απλό θέαμα με τραγούδια, από περιφερόμενους διασκεδαστές, από “μπουλούκια”. Ενσωματώνοντας τη σάτιρα μετατράπηκε σ’ αυτό που γνωρίζουμε ως βαριετέ. Στην Ελλάδα είναι γνωστό ως Επιθεώρηση)
Ο Τζόζεφ δεν πήγε ούτε μια μέρα σχολείο. (Όπως και το αντίπαλο δέος, ο Τσάπλιν, που ήταν εξίσου “αμόρφωτος” κι εξίσου εκ γενετής τσιρκολάνος). Εμφανίστηκε στη σκηνή για πρώτη φορά σε ηλικία λίγων εβδομάδων.
Γρήγορα έγινε ο τρίτος απ’ τους “Τρεις Κήτον”.
Ένα απ’ τα νούμερα που είχαν μεγαλύτερη επιτυχία ήταν “Ο άνθρωπος σφουγγαρίστρα”. Ο πατέρας Κήτον έσερνε τον δίχρονο σ’ όλη τη σκηνή κι ύστερα τον πετούσε όσο πιο μακριά μπορούσε.
“Με πέταγαν πάνω στο ντεκόρ, στο πίσω μέρος της σκηνής”, λέει ο Κήτον. “Και κάποτε, στο Νιου Χέιβεν, επειδή κορόιδευαν τον πατέρα μου κάτι φοιτητές, με πέταξε στην ορχήστρα.”
Όσο έκανε όλα αυτά τα ακροβατικά ο μικρός έπρεπε: Πρώτα να επιβιώσει απ’ τις πτώσεις και -σαν να μην έφτανε αυτό, να μην εκφράζει κανένα συναίσθημα με το πρόσωπο του (γιατί η απάθεια προκαλούσε τα γέλια).
“Μεγαλώνοντας σχημάτισα την ακλόνητη πεποίθηση ότι ήμουν από εκείνους του κωμικούς που δεν μπορούν να αστειευτούν με τους θεατές τους. Οι θεατές έπρεπε να γελούν με εμένα.”
Το παρατσούκλι Μπάστερ του το έδωσε ο διάσημος ταχυδακτουλουργός Χάρι Χουντίνι, που εμφανιζόταν στην σκηνή του τσίρκου μαζί με τους Τρεις Κήτον, πριν γίνει διάσημος κι εκείνος.
Ο Χουντίνι είδε τον μικρό Τζόζεφ να αναπηδάει στη σκηνή σαν μπάλα, μετά από ένα πέταγμα του πατέρα του, και να σηκώνεται χωρίς καν ν’ ανοιγοκλείσει τα μάτια. Κι είπε: “Whatta buster!” (Buster σημαίνει, σε ελεύθερη μετάφραση, κατεργάρης).
Πολλές φορές παρενέβη η αστυνομία, ύστερα από διαμαρτυρίες των θεατών για κακομεταχείριση παιδιού, αλλά ο ίδιος Κήτον θυμάται την παιδική του ηλικία ως απόλυτα ευτυχισμένη. (Και πώς να μην είναι όταν δεν πηγαίνεις σχολείο κι είσαι όλη μέρα μέσα σ’ ένα τσίρκο;)
Πέρα απ’ τις “θεατρικές πτώσεις” ο Μπάστερ από παιδί έδειξε ιδιαίτερο ταλέντο στην αποσυναρμολόγηση μηχανών, στις εφευρέσεις κι έβρισκε συναρπαστικά τα τεχνολογικά προβλήματα.
Όσο παλιομοδίτικη-μυθιστορηματική και ν’ ακούγεται η φράση “τα παιδικά μας χρόνια ορίζουν τον χαρακτήρα και τη ζωή μας”, για τον Κήτον μάλλον είναι αλήθεια.
Το αγέλαστο πρόσωπο, το πέτρινο πρόσωπο, η “ουδέτερη μάσκα” (όπως λένε κι οι υποκριτές), είναι το σήμα κατατεθέν του. Ένας κωμικός που δεν χαμογελάει, που δεν αντιδρά (με “μουτσούνες”) ό,τι και να του συμβεί.
Ως ηθοποιός του κινηματογράφου ήταν απόλυτα σωματικός. Τα ακροβατικά του, οι σχεδόν χορευτικές κινήσεις του, το απόλυτα ρυθμισμένο σώμα του, με κιναισθητική νοημοσύνη και αθλητικές ικανότητες που θα ζήλευαν χορευτές και πρωταθλητές.
Για τις επικίνδυνες σκηνές στις ταινίες του ποτέ δεν προσέλαβε κασκαντέρ (μέχρι που υπέγραψε με την Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ, MGM, αυτή με το λιοντάρι, κι έπαψε να κάνει ταινίες). Είχε μάθει να πέφτει; Είναι τόσο εύκολο;
Κάποιος τον ρώτησε (την εποχή της ακμής) πώς καταφέρνει να κάνει όλα αυτά τα “ακροβατικά”, χωρίς να πονάει. Ο Μπάστερ σήκωσε τη μπλούζα και του έδειξε το σώμα του. Ήταν γεμάτο μώλωπες, σημάδια κι αμυχές.
“Πονάω”, του είπε. “Αλλά όλο το θέμα είναι να μην το δείχνεις”.
Το πάθος του με τις μηχανές, τις εφευρέσεις και την τεχνολογία, τον βοήθησαν στη σκηνοθεσία. Όταν ακόμα δεν υπήρχαν ειδικά εφέ ο Κήτον έκανε σκηνές που μοιάζουν ψευδαισθητικές.
Χαρακτηριστική είναι εκείνη με την πρόσοψη κτιρίου που πέφτει πάνω του, κι ο Αγέλαστος γλιτώνει επειδή βρίσκεται στο μόνο μέρος της πρόσοψης που έχει ένα (μικρό) παράθυρο. Δεν υπάρχει κανένα οπτικό εφέ σ’ αυτή τη σκηνή. Ο Κήτον μέτρησε και κατασκεύασε την πρόσοψη. Έπειτα στάθηκε στο σημείο όπου θα “έπεφτε το παράθυρο”. Αν είχε κάνει λάθος στους υπολογισμούς του, έστω για λίγα εκατοστά, σίγουρα θα σκοτωνόταν.
Κι όσον αφορά την τεχνική της κάμερας υπάρχει μια άλλη μνημειώδης σκηνή, όπου ο Αγέλαστος παίζει όλα τα όργανα (εννιά), σε μια ορχήστρα. Εκεί επινοήθηκε μια “μάσκα” με εννιά οπές που έκλεινε την κάμερα. Έπαιξε εννιά φορές τη σκηνή, σε άλλο όργανο κάθε φορά, με ανοικτή άλλη οπή κάθε φορά, σε τέλειο συγχρονισμό με τους υπόλοιπους οκτώ εαυτούς του.
Ήταν, λοιπόν, η παράδοξη παιδική του ηλικία, που του προμήθευσε τα εργαλεία, όμως δεν θα έφταναν αυτά για να δημιουργηθεί ο θρύλος με το καπελάκι. Κάποιες φορές πρέπει να επιλέξουμε ενάντια σ’ αυτό που μάθαμε κι ενάντια στην ασφάλεια.
Όταν ήταν 22 χρονών ο οικογενειακός θίασος διαλύθηκε. Όμως ο Μπάστερ ήταν ήδη πολύ γνωστός ηθοποιός του βοντβίλ. Του έγινε μια πρόταση απ’ τον σημαντικότερο θίασο της Νέας Υόρκης, με αμοιβή 250 δολάρια την εβδομάδα (ήταν τεράστιο τότε το ποσό).
Ενώ έκαναν πρόβες για το Passing Show, ένας παραγωγός του κινηματογράφου του πρότεινε να παίξει σε ταινίες, με αμοιβή 40 δολάρια τη βδομάδα.
Ήταν το 1917. Ο κινηματογράφος ήταν ακόμα κάτι πρωτοποριακό και όχι ιδιαίτερα επικερδές. Δεν υπήρχαν ακόμα σταρ ούτε μεγάλες εταιρείες παραγωγής.
Ο Κήτον είχε μια καλύτερη προσφορά (οικονομικά) για κάτι που ήξερε να κάνει, βοντβίλ.
Η λογική (Αριστοτέλης και Όκαμ και η μάνα του) θα τον συμβούλευαν να πάρει τη σίγουρη προσφορά. Εκείνος προτίμησε τον κινηματογράφο.
Ξεκίνησε την καριέρα του ως δευτεραγωνιστής, στις ταινίες του Ρόσκο “Φάτι” Άρμπακλ. Ήταν τα χρόνια του κινηματογράφου μπουρλέσκ (burlesque, εξωφρενικό, παράλογο), της πρώτης σχολής κινηματογράφου, που οδήγησε στη σλάπστικ κωμωδία, κι από εκεί ξεφύτρωσαν οι πρώτοι μεγάλοι κωμικοί: Τσάρλι Τσάπλιν, Χάρολντ Λόυντ, Μπάστερ Κήτον.
Ο Κήτον έμαθε την υποκριτική επί σκηνής, απ’ τους γονείς του, και τη σκηνοθεσία απ’ τον “Χοντρό” Άρμπακλ. Όλος ο κόσμος πρωτοείδε τον αγέλαστο γελωτοποιό, αλλά πολύ γρήγορα ο “μικρός” θα αναλάμβανε νέες ευθύνες.
Το 1919, μόλις δύο χρόνια μετά την πρώτη του εμφάνιση στον κινηματογράφο, ο παραγωγός Σενκ δημιουργεί το Στούντιο Κήτον, για παραγωγή ταινιών μικρού μήκους, όπου ο Μπάστερ θα έπαιρνε χίλια δολάρια τη βδομάδα, το ένα τέταρτο απ’ τα συνολικά κέρδη και -κυρίως- θα είχε απόλυτη ελευθερία στις καλλιτεχνικές επιλογές.
Για τρία χρόνια ο Κήτον γράφει και σκηνοθετεί τις δικές του μικρές ταινίες, μ’ έναν εξωφρενικό ρυθμό: Ένα φίλμ είκοσι λεπτών κάθε δυο μήνες. Και σε κανέναν απ’ αυτά δεν επαναλαμβάνει ένα -έστω- γκαγκ (=οπτικό κωμικό εύρημα).
Είναι μια τεράστια επιτυχία, καλλιτεχνικά και εμπορικά. Αυτή έδωσε στον Κήτον την ευκαιρία να σκηνοθετήσει ταινίες μεγάλες μήκους, δύο χρόνια πριν το “Χαμίνι” του Τσάρλι Τσάπλιν.
Συνέχισε να δουλεύει ακατάπαυστα -με ανεξάντλητη ενέργεια και φαντασία. Έφτιαχνε δύο εξαιρετικής ποιότητας ταινίας κάθε χρόνο, τρέχοντας να προλάβει τον τελειομανή Τσάπλιν που έκανε μια ταινία κάθε δύο ή τρία χρόνια.
Ανάμεσα στις μεγάλες του ταινίες είναι “Οι τρεις εποχές”, “Ο θαλασσοπόρος”, “Σέρλοκ Τζούνιορ” και (φυσικά) “Ο Στρατηγός”, η ταινία που συχνά αναφέρεται ως μία απ’ τις εκατό καλύτερες ταινίες του κινηματογράφου.
Ο Κήτον γράφει ιστορία. Μέχρι που κάνει ένα λάθος. Και παραχωρεί την ελευθερία του.
“Το 1928”, γράφει ο ίδιος, “έκανα το μεγαλύτερο σφάλμα της καριέρας μου”.
Άφησε τον παραγωγό του, Τζόζεφ Σενκ, να ενσωματώσει το Στούντιο Κήτον στην ανερχόμενη Μέτρο-Γκόλντουιν-Μάγερ (αυτή με το λιοντάρι). Ο Τσάπλιν κι ο Λόυντ προσπάθησαν να τον αποτρέψουν να γίνει μέρος της Εταιρείας. Όμως τα χρήματα ήταν πολλά.
Σύντομα κατάλαβε ότι είχε παγιδευτεί. Αντί να διοχετεύει την ενέργεια στις ταινίες του, προσπαθούσε να πείσει τους γραφειοκράτες διευθυντές της MGM να του επιτρέψουν να κινηματογραφήσει τις ιδέες του.
Καταφέρνει να κάνει δύο ταινίες ακόμα, όχι τόσο σημαντικές όσο εκείνες όπου ήταν ελεύθερος. Έπειτα αρχίζει το τέλος.
Πρώτα έχει να αντιμετωπίσει την οργή του στουντιάρχη Μάγερ (το τρίτο Μ της MGM), που τον κυνηγάει αλύπητα, επειδή τον πρόσβαλε.
Χάνει όσα λεφτά κέρδισε, απ’ το συμβόλαιο με τη MGM και τα προηγούμενα, στο κραχ του ’29.
Κι ύστερα ξεκινάει η κυριαρχία του ομιλούντος κινηματογράφου.
Μας φαίνεται παράξενο, αλλά οι περιπτώσεις των Τσάπλιν και Κήτον, που παρότι μεγαλοφυείς δεν μπόρεσαν να ενταχθούν στη νέα πραγματικότητα, αποδεικνύουν ότι κανείς δεν είναι αρκετά μεγαλοφυής, όταν αλλάζουν τα πάντα.
Ο Τσάπλιν έκανε τέσσερις ταινίες. Ο Κήτον καμία.
Για 25 χρόνια αυτός ο σπουδαίος κινηματογραφιστής και ηθοποιός μένει μακριά απ’ τα στούντιο. Η γυναίκα του τον εγκαταλείπει κι εκείνος προσπαθεί να αυτοκτονήσει με το αλκοόλ.
Μόλις τη δεκαετία του ’50, με την κυριαρχία της τηλεόρασης, επανακάμπτει. Εμφανίζεται σε σειρές και διαφημίσεις, και βγάζει περισσότερα χρήματα από τότε που έφτιαχνε αριστουργήματα.
Παντρεύεται ξανά, κόβει το ποτό, και (ξαφνικά;) όλοι αρχίζουν να αναγνωρίζουν την καλλιτεχνική αξία του έργου του.
Ο Μπέκετ, ο god-ot του θεάτρου, του ζητάει να γίνει πρωταγωνιστής στο μικρής διάρκειας φιλμ “Film”. Είναι το 1965. Ένα χρόνο μετά, στη Μόστρα της Βενετίας, όλοι επευφημούν όρθιοι τον θρύλο του κινηματογράφου.
Το 1966 ο Κήτον πεθαίνει.
Κι αναρωτιέμαι πώς να τελειώσω αυτό το κείμενο.
Ο Μπάστερ Κήτον, όπως και ο Τσάρλι Τσάπλιν, δεν είναι μόνο κινηματογραφιστές ή ηθοποιοί. Είναι μέρος της ανθρώπινης μυθολογίας.
Όπως ο Γκιλγκαμές κι ο Οδυσσέας, ο Νώε κι ο Ζαρατούστρας, ο Μωυσής, η Ωραία Ελένη κι η Αντιγόνη, ο Σωκράτης, ο Περικλής, ο Μεγαλέξανδρος, ο Ιούλιος Καίσαρας, η Υπατία, ο Χριστός, ο Μωάμεθ, ο Αττίλας, ο Γαλιλαίος, ο Μοντεζούμα, ο Θερβάντες κι ο Κιχώτης, ο Γαργαντούας, ο Κοπέρνικος κι ο Δαρβίνος, κι ο Μαρξ ο Νίτσε η μαντάμ Μποβαρύ ο Λεοπόλδος Μπλουμ η Κιουρί (και συνεχίζει) η Σανέλ ο Τσε ο Μόρισον η Μονρόε η Πρου ο Τζομπς (και συνεχίζει)
Αυτό το κείμενο δεν μπορεί να τελειώσει. Η ανθρώπινη μυθολογία συνεχίζεται.
Κι είναι μόνο το πρόσωπο του αγέλαστου γελωτοποιού, να μας παρατηρεί. Κάπως έτσι πρέπει να είναι κι ο θεός: Να μας παρατηρεί. Αγέλαστος. Παραξενεμένος.
Πηγή: Μπάστερ Κήτον, ο αγέλαστος γελωτοποιός - Γελωτοποιός (sanejoker.info)
Δύο σενάρια που δεν είχαν δημοσιευτεί ποτέ μέχρι τώρα δείχνουν πώς το «Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο» σχεδίαζε σχολαστικά τα σκετς του με τα επικίνδυνα ακροβατικά και τα αστεία του.
Βασιλιάς τoυ βωβού κινηματογράφου, ακροβάτης που εκτελούσε με άνεση επικίνδυνα νούμερα και ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς του Χόλιγουντ, ο Μπάστερ Κίτον ήταν επίσης μεγάλος λάτρης της τέχνης του αυτοσχεδιασμού: «Κατά κανόνα, όταν ξεκινάς μια εικόνα έχεις περίπου το 50% στο μυαλό σου και το υπόλοιπο αναπτύσσεται καθώς την φτιάχνεις», είχε πει κάποτε σε συνέντευξή του. Τώρα, ωστόσο, κυκλοφόρησαν δύο αδημοσίευτα σχέδια του Κίτον με ζωντανές και εξαιρετικά λεπτομερείς περιγραφές. Ο Αλεκ Λεβ, αντιπρόεδρος της International Buster Keaton Society, παρομοίασε τα χαρτιά με «ιερά λείψανα», λέγοντας στον Observer: «Έχουμε την τιμή να διατηρούμε τα αστεία που έγραψε ο Μπάστερ για τον κόσμο, αλλά δεν είχε την ευκαιρία να τα κάνει». Τα σπάνια σχέδια, τα οποία αγοράστηκαν από την εταιρεία σε πλειστηριασμό πέρυσι, θα παρουσιαστούν για πρώτη φορά σε ένα μεγάλο διεθνές συνέδριο για τον Κίτον, που θα γίνει τον Οκτώβριο. Κάθε ένα έχει έκταση περίπου δύο σελίδες και είναι τακτικά δακτυλογραφημένα με κεφαλαία γράμματα από τον ίδιο. Χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1950, και μπορεί να προορίζονταν για τις μίνι τηλεοπτικές σειρές του. Τα σκετς θα είχαν ήχο, αλλά όχι διαλόγους.
«Δεν τα έχει δει κανείς», είπε ο Λεβ. «Το πρώτο πράγμα που σε εντυπωσιάζει είναι ότι ο Μπάστερ Κίτον πήρε αυτές τις σελίδες, τις έβαλε σε μια γραφομηχανή και δακτυλογράφησε τα σχέδια. Έχετε κρατήσει ποτέ στα χέρια σας ένα σενάριο δακτυλογραφημένο από έναν από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες στην ιστορία; Είναι “ιερά λείψανα”. Είναι επίσης υπέροχο να τον φαντάζεται κανείς να σχεδιάζει αστεία με εξαντλητικές λεπτομέρειες». Σε ένα από τα σκετς, με τίτλο «Η μανικιουρίστα» («The Manicurist»), ο Κίτον προκαλεί χάος σε ένα κομμωτήριο. Γράφει: «Η σκηνή συμβαίνει σε ένα κουρείο… Στον τοίχο, σε μια πινακίδα είναι γραμμένες οι τιμές για το ξύρισμα, το κούρεμα κ.λ.π. … Ο Μπάστερ μπαίνει. Είναι ντυμένος χειμωνιάτικα με … γάντια … στερεωμένα με μια ελαστική ταινία που περνάει μέσα από τα μανίκια του παλτού … Με κάποια δυσκολία κοιτάζει το ρολόι του που βρίσκεται στην τσέπη του γιλέκου του και αφού αφαιρέσει το δεξί του γάντι παίρνει έναν φάκελο από την εσωτερική τσέπη του. Κρατάει ένα εισιτήριο τρένου: «Όταν το ξεδιπλώνει, βλέπουμε ότι έχει μήκος περίπου μισό μέτρο. Ελέγχει τις ώρες του τρένου… και αποφασίζει να περιμένει… »
Το χάος προκαλείται όταν η μανικιουρίστα βάζει το χέρι του Κίτον σε ένα μπολ με νερό, χωρίς να συνειδητοποιήσει ότι με το χέρι αυτό κρατάει το εισιτήριο, το οποίο βρέχεται και μουλιάζει. Ο Κίτον πρέπει να το στεγνώσει κάπως, ενώ τραβάει και το γάντι του δεξιού χεριού του, το οποίο είχε παγιδευτεί σε ένα συρτάρι που μόλις έκλεισε η μανικιουρίστα: «Για να το κάνει, θα έπρεπε να αγγίξει το στήθος της. Απλώνει το βρεγμένο εισιτήριο στα γόνατά του και προσπαθεί να τραβήξει το γάντι του αριστερού του χεριού του με τα δόντια του. Η αντίσταση του ελαστικού είναι πολύ μεγάλη…» Το δεύτερο σκίτσο, με τίτλο «Κάμπινγκ» («Camping Out»), ξεκινάει σε ένα «διαμέρισμα με ένα δωμάτιο στο οποίο υπάρχει ένα πτυσσόμενο κρεβάτι, μια λεκάνη για πλύσιμο και μια κανάτα με νερό σε ένα κομοδίνο … Ο Μπάστερ μπαίνει… σκουπίζοντας το φρύδι του. Από την τσέπη του παλτού του βγάζει αρκετούς φακέλους. Είναι διαφημίσεις διακοπών». Αφού επιλέγει διακοπές σε κάμπινγκ, παλεύει να βγάλει νομίσματα από τον κουμπαρά – γουρουνάκι του, χτυπάει τον τοίχο με ένα σφυρί, για να ανοίξει μια τρύπα στον τοίχο: «Ο Μπάστερ ανάβει ένα σπίρτο και προσπαθεί να δει μέσα από το άνοιγμα. Κάνοντάς το, καίει τη μύτη του πράγμα που τον αναγκάζει να πετάξει το αναμμένο σπίρτο μέσα από το άνοιγμα … Αρχίζει να βγαίνει λίγος καπνός … Ο Μπάστερ αρπάζει την κανάτα με το νερό … Αρχίζει να τραβάει κομμάτια του σοβά … Στο άνοιγμα του τοίχου εμφανίζεται το κεφάλι της σπιτονοικοκυράς. Κοιτάζει απειλητικά τον Μπάστερ». Στη συνέχεια ετοιμάζεται να πάει για κάμπινγκ, με καταστροφικές συνέπειες.
Εκτός από την κωμική ιδιοφυΐα του, ο Μπάστερ Κίτον -στα αριστουργήματα του οποίου περιλαμβάνονται μεγάλου μήκους ταινίες όπως ο εκπληκτικός «Στρατηγός», μια κωμωδία για τον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, και το «What! No Beer?» – έχει επίσης διακριθεί για τις καινοτόμες τεχνικές κινηματογράφησης και τα ειδικά εφέ που είχε αναπτύξει και τα οποία εξακολουθούν να είναι αξεπέραστα μέχρι σήμερα. Αν και θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους κωμικούς του βωβού κινηματογράφου, συνέχισε να εμφανίζεται και σε τις ομιλούσες ταινίες μέχρι το θάνατό του το 1966, γράφει σε αφιέρωμά του ο Guardian. Απέκτησε το παρατσούκλι «το Μεγάλο Πέτρινο Πρόσωπο», διατηρώντας εντελώς ανέκφραστο το πρόσωπό του σε κάθε καταστροφή, από τροχαία ατυχήματα έως κυκλώνες: «Όσο πιο σοβαρός ήμουν, τόσο μεγαλύτερο γέλιο προκαλούσα», είχε πει κάποτε. Στα τολμηρά ακροβατικά του περιλαμβάνεται και η καταπληκτική σκηνή της ταινίας «Απόφοιτος Κολεγίου» («Steamboat Bill Jr.», 1928), όπου στέκεται ακίνητος ενώ ολόκληρο το μπροστινό μέρος ενός κτηρίου καταρρέει γύρω του και το σώμα του πλαισιώνεται τέλεια από το ανοιχτό παράθυρο.
Πηγή: Μπάστερ Κίτον: οι άγνωστες σημειώσεις μιας κωμικής ιδιοφυΐας (protagon.gr)
Ο Μπάστερ Κίτον – Έλμερ Τζέι Μπατς και ο φίλος του κουρέας Τζίμι Ντουράντε – Τζίμι Ποτς στο «What! No Beer?»
Ο Μπάστερ Κίτον με την (23 χρόνια νεότερη) τρίτη σύζυγό του Ελέανορ Νόρις την ημέρα του γάμου τους το 1940 (Wikimedia Commons)