Μίλος Φόρμαν (1932-2018)

Ο Ζαν Τόμας Φόρμαν (Jan Tomáš Forman, 18 Φεβρουαρίου 1932 -13 Απριλίου 2018), γνωστός ως Μίλος Φόρμαν (Miloš Forman), ήταν Τσέχος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και καθηγητής, ο οποίος μέχρι το 1968 ζούσε και εργαζόταν στην πρώην Τσεχοσλοβακία. Δύο από τις ταινίες του, Στη Φωλιά του Κούκου και Αμαντέους είναι από τις πλέον σημαντικές στην ιστορία του κινηματογράφου. Ως σκηνοθέτης, ο Φόρμαν προτάθηκε τρεις φορές για το Βραβείο Όσκαρ σκηνοθεσίας και το κέρδισε τις δύο.

Ο Φόρμαν γεννήθηκε στο Κασλάβ της Τσεχοσλοβακίας (σημερινή Τσεχία). Η μητέρα του, Άννα, διηύθυνε ένα θερινό ξενοδοχείο. Όσο ήταν νέος, πίστευε ότι ο βιολογικός του πατέρας ήταν ο Ρούντολφ Φόρμαν, καθηγητής.
Οι γονείς του ήταν Προτεστάντες. Στην ναζιστική κατοχή, ως μέλος του αντιναζιστικού κινήματος, ο Ρούντολφ Φόρμαν συνελήφθη να διανέμει απαγορευμένα βιβλία και πέθανε στο Μπούχενβαλντ το 1944, ενώ ανακρινόταν από τους γκεστάμπο στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Mittelbau-Dora. Η μητέρα του πέθανε στο Άουσβιτς το 1943. Ο Φόρμαν ανέφερε ότι δεν κατανόησε πλήρως τι είχε συμβεί στους γονείς του μέχρι που είδε πλάνα των στρατοπέδων συγκέντρωσης σε ηλικία 16 ετών.
Ο Φόρμαν ανατράφηκε από δυο θείους του και από οικογενειακούς φίλους. Ο μεγαλύτερος κατά 12 χρόνια αδερφός του, Πάβελ Φόρμαν, ζωγράφος, μετανάστευσε στην Αυστραλία μετά την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968. Ο Φόρμαν ανακάλυψε αργότερα ότι ο βιολογικός του πατέρας ήταν στην πραγματικότητα ένας Εβραίος αρχιτέκτονας, ο Otto Kohn, επιζώντας του Ολοκαυτώματος. Ο Φόρμαν είχε ετεροθαλή αδερφό τον μαθηματικό Joseph Kohn.
Στα νιάτα του, ο Φόρμαν ήθελε να γίνει θεατρικός παραγωγός. Μετά τον πόλεμο φοίτησε στο δημόσιο σχολείο King George στην λουτρόπολη Ποντεμπράντι, όπου είχε συμμαθητές τον Βάτσλαβ Χάβελ, τους αδερφούς Μασίν και τους κινηματογραφιστές Ivan Passer και Jerzy Skolimowski. Αργότερα σπούδασε σεναριογραφία στην Ακαδημία Εφαρμοσμένων Τεχνών της Πράγας.
Ήταν συνεργάτης του Alfred Radok, δημιουργού της Laterna Magika. Κατά την εισβολή της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το καλοκαίρι του 1968, εγκατέλειψε την Ευρώπη για τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Φόρμαν σκηνοθέτησε αρκετές τσέχικες κωμωδίες στην Τσεχοσλοβακία. Ωστόσο, το 1968 όταν η ΕΣΣΔ και οι σύμμαχοι της από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας εισέβαλαν στη χώρα για να τερματίσουν την Άνοιξη της Πράγας, αυτός βρισκόταν στο Παρίσι, όπου διαπραγματευόταν την παραγωγή της πρώτης του αμερικανικής ταινίας. Το τσέχικο στούντιο για το οποίο εργαζόταν τον απέλυσε, ισχυριζόταν ότι είχε φύγει από τη χώρα του παράνομα. Μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, όπου αργότερα έγινε καθηγητής κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια και συνδιευθυντής (με τον πρώην του δάσκαλο Φράντισεκ Ντάνιελ) του τμήματος ταινιών του Κολούμπια. Ένας από τους προστατευόμενους του ήταν ο Τζέιμς Μάνγκολντ, στον οποίο ο Φόρμαν έδωσε συμβουλές σεναριογραφίας.
Παρά τις αρχικές δυσκολίες, άρχισε να σκηνοθετεί στη νέα του πατρίδα, και γνώρισε μεγάλη επιτυχία το 1975 με την ταινία Στη Φωλιά του Κούκου (One Flew Over the Cuckoo's Nest) βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Κεν Κέσεϊ , που απέσπασε πέντε Βραβεία Όσκαρ συμπεριλαμβανομένου και αυτού της σκηνοθεσίας. Το 1977, ανακηρύχθηκε επίτιμος πολίτης των Ηνωμένων Πολιτειών. Άλλες επιτυχίες του ήταν οι ταινίες Αμαντέους (Amadeus), που κέρδισε οκτώ Όσκαρ, και η Υπόθεση Λάρι Φλιντ για την οποία ήταν υποψήφιος για το Όσκαρ σκηνοθεσίας και κέρδισε μία χρυσή σφαίρα.
Οι πρώτες ταινίες του Φόρμαν είναι ακόμη εξαιρετικά δημοφιλείς στους Τσέχους. Πολλές από τις καταστάσεις και τις φράσεις τους βρίσκονται σε κοινή χρήση: για παράδειγμα, η τσέχικη λέξη zhasnout (σβήνω τα φώτα) από την ταινία Φωτιά... πυροσβέστες, σχετιζόμενη με μικροκλοπή στην ταινία, χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ευρεία πώληση ακινήτων που πραγματοποιήθηκε στη χώρα τη δεκαετία του 1990.
Το 1997 απέσπασε το βραβείο της Κρυστάλλινης Σφαίρας στο διεθνές φεστιβάλ κινηματογράφου της Τσεχίας Karlovy Vary International Film Festival για την εξαίρετη καλλιτεχνική του συνεισφορά στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Ο Φόρμαν συμπρωταγωνίστησε με τον Έντουαρντ Νόρτον στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του ηθοποιού Πιστά Ερωτευμένοι (Keeping the Faith) (2000) στο ρόλο του σοφού φίλου του προβληματισμένου ιερέα του Νόρτον.
Το 2006, έλαβε το βραβείο Hanno R. Ellenbogen Citizenship Award από την Κοινωνία της Πράγας για τη Διεθνή Συνεργασία.

Ταινίες

Loves of a Blonde (1965)

Η ταινία Loves of a Blonde είναι μια από τις γνωστότερες ταινίες του τσεχοσλοβακικού Νέου Κύματος και κέρδισε βραβεία στα Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας και του Locarno. Ήταν επίσης υποψήφια για βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1967.

The Firemen's Ball (1967)

Μια Ιταλο-Τσεχοσλοβακική συμπαραγωγή του 1967, αυτή ήταν η πρώτη έγχρωμη ταινία του Φόρμαν. Είναι μια από τις γνωστότερες ταινίες του τσεχοσλοβακικού Νέου Κύματος. Αποτελεί την αναπαράσταση μιας κοινωνικής εκδήλωσης σε μια επαρχιακή πόλη που οδηγείται σε τραγική κατάληξη. Την ταινία παρακολούθησαν μαθητές και οι τότε αρχές της Τσεχοσλοβακίας, οι οποίες την θεώρησαν ως μια δριμεία σάτιρα του ανατολικο-ευρωπαϊκού κομμουνισμού, κάτι που οδήγησε στην πολύχρονη απαγόρευση της ταινίας στην ιδιαίτερη πατρίδα του Φόρμαν. Ο τσέχικος όρος zhasnout (να σβήσω τα φώτα) χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την μεγάλης κλίμακας απογείωση των περιουσιακών στοιχείων που συνέβησε στην χώρα κατά την διάρκεια της δεκαετίας του 1990.
Η ταινία ήταν υποψήφια για βραβείο Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

Taking Off (1971)

Η πρώτη ταινία που ο Φόρμαν δημιούργησε στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Taking Off, κέρδισε το Grand Prix στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1971. Πρωταγωνίστησαν η Lynn Carlin και ο Buck Henry, και συμμετείχε η Linnea Heacock ως Jeannie. Η ταινία αμαυρώθηκε από τους κριτικούς και άφησε τον Φόρμαν άνεργο να ψάχνει για δουλειά. Ο Φόρμαν αργότερα ανέφερε ότι έκανε μια τόσο φτωχή ζωή ώστε κατέληξε να νοικιάζει ένα στούντιο έναντι $500.

Στην Φωλιά του Κούκου (1975)

Παρά την αποτυχία της ταινίας Taking Off, οι παραγωγοί Μάικλ Ντάγκλας και Saul Zaentz προσέλαβαν τον Φόρμαν να σκηνοθετήσει την ταινία Στη Φωλιά του Κούκου. Ο Φόρμαν αργότερα ανέφερε ότι τον προσέλαβαν επειδή κυμάνθηκε στα χαμηλότερα οικονομικά επίπεδα για αυτούς. Με πρωταγωνιστές τον Τζακ Νίκολσον και την Λουίζ Φλέτσερ, αυτή η διασκευή ήταν εμπορική και κριτική επιτυχία. Η ταινία κέρδισε βραβεία Όσκαρ στις πέντε σημαντικότερες κατηγορίες: Καλύτερη Σκηνοθεσία, Α' Ανδρικός Ρόλος, Α' Γυναικείος Ρόλος, Καλύτερη Φωτογραφία και Καλύτερο Προσαρμοσμένο Σενάριο. Αποτέλεσε την μια από τις συνολικά τρεις ταινίες που το κατάφεραν αυτό (μαζί με το It Happened One Night και το Η Σιωπή των Αμνών) και καθιέρωσε την δημοφιλία του Φόρμαν.

Hair (1979)

Η επιτυχία της ταινίας Στη Φωλιά του Κούκου επέτρεψε στον Φόρμαν να σκηνοθετήσει την μακρόχρονα σχεδιασμένη ταινία του Hair το 1979, ένα ροκ μιούζικαλ που βασίστηκε στο μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ από τους James Rado, Gerome Ragni και Galt MacDermot. Στην ταινία πρωταγωνίστησαν ο Treat Williams, ο John Savage και ο Beverly D'Angelo. Παρόλο που έλαβε θετικές κριτικές, δεν έκανε υψηλά κέρδη.

Amadeus (1984)

Το επόμενο μεγάλο έργο του Φόρμαν ήταν η διασκευή του έργου του Peter Shaffer Amadeus. Περιέγραφε την ιστορία του Αμαντέους Μότσαρτ και του Αντόνιο Σαλιέρι, στη ταινία πρωταγωνίστησαν ο Tom Hulce, η Elizabeth Berridge και ο F. Murray Abraham. Η ταινία επαινέθηκε παγκοσμίως και κέρδισε οχτώ Όσκαρ, συμπεριλαμβανομένων των Καλύτερης Εικόνας, Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Α' Ανδρικού Ρόλου (για τον Abraham).

Valmont (1989)

Η διασκευή του μυθιστορήματος του ντε Λακλός Les Liaisons dangereuses από τον Φόρμαν έκανε πρεμιέρα στις 17 Νοεμβρίου 1989. Άλλη μια κινηματογραφική διασκευή από τον Stephen Frears είχε κυκλοφορήσει το προηγούμενο έτος και επισκίασε την διασκευή του Φόρμαν. Στην ταινία πρωταγωνίστησε ο Κόλιν Φερθ, η Meg Tilly και η Annette Bening.

The People vs. Larry Flynt (1996)

Η βιογραφική ταινία του πορνοστάρ Larry Flynt έφερε στον Φόρμαν ακόμα μια υποψηφιότητα για Όσκαρ. Στην ταινία πρωταγωνίστησαν ο Woody Harrelson, η Courtney Love και ο Edward Norton, αλλά παρόλο που επαινέθηκε από τους κριτικούς, απέφερε μόνο 20 εκατομμύρια δολάρια.

Man on the Moon (1999)

Η βιογραφία του διάσημου ηθοποιού και κωμικού Andy Kaufman (Τζιμ Κάρρεϊ, που κέρδισε Χρυσή Σφαίρα) έκανε πρεμιέρα στις 22 Δεκεμβρίου 1999. Στην ταινία πρωταγωνίστησαν επίσης ο Ντάνι ντε Βίτο, η Courtney Love και ο Πολ Τζιαμάτι. Αρκετοί ηθοποιοί από την ταινία Στη Φωλιά του Κούκου εμφανίστηκαν και σε αυτήν την ταινία, συμπεριλαμβανομένου του Ντε Βίτο.

Goya's Ghosts (2006)

Η βιογραφία του Ισπανού ζωγράφου Francisco Goya (ισπανο-αμερικανική συμπαραγωγή) έκανε πρεμιέρα στις 8 Νοεμβρίου 2006. Στην ταινία πρωταγωνίστησαν η Νάταλι Πόρτμαν, ο Χαβιέ Μπαρδέμ, ο Stellan Skarsgård και ο Randy Quaid. Απέφερε τεράστια κέρδη στα box office.

Μη ολοκληρωμένα έργα 

Στα τέλη της δεκαετίας του 1950 ο Φόρμαν και ο Josef Škvorecký ξεκίνησαν να προσαρμόζουν την ταινία του Škvorecký’s Eine kleine Jazzmusik για τον κινηματογράφο. Το σενάριο, με τον τίτλο Kapela to vyhrála (The Band Won It), περιγράφει την ιστορία ενός φοιτητικού γκρουπ της τζαζ κατά την ναζιστική κατοχή της Τσεχοσλοβακίας. Το σενάριο υποβλήθηκε στα Barrandov Film Studios, τα οποία ζήτησαν να γίνουν αλλαγές και έτσι οι δυο καλλιτέχνες άρχισαν να ξαναγράφουν το σενάριο. Λίγο πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα της ταινίας, το όλο έργο απορρίφθηκε, πιθανόν εξαιτίας της παρέμβασης από άτομα της πολιτικής σκηνής, καθώς ο Škvorecký είχε μόλις κυκλοφορήσει το μυθιστόρημά του The Cowards, το οποίο κατακρίθηκε από πολιτικούς του κομμουνιστικού κόμματος. Η ιστορία Eine kleine Jazzmusik δραματοποιήθηκε σε τηλεοπτική ταινία την δεκαετία του 1990. Την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1968 ο Škvorecký και ο Φόρμαν συνεργάστηκαν ξανά και έγραψαν ένα σενάριο για την κινηματογραφική μεταφορά του βιβλίου The Cowards. Το σενάριο αυτό μεταφράστηκε στα αγγλικά αλλά δεν δημιουργήθηκε ταινία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, ο Φόρμαν έγραψε ένα σενάριο μαζί με τον Adam Davidson. Αυτό το σενάριο, με τον τίτλο Hell Camp, περιέγραφε την ιστορία αγάπης ανάμεσα σε έναν Αμερικανό και μια Γιαπωνέζα στον κόσμο των παλαιστών σούμο. Η ταινία χρηματοδοτήθηκε από την TriStar Pictures και ακυρώθηκε τέσσερις μέρες πριν την έναρξη των γυρισμάτων εξαιτίας της μη αποδοχής της ταινίας από την Japan Sumo Association, ενώ ο Φόρμαν αρνήθηκε να κάνει τις αλλαγές στο σενάριο που του ζητήθηκαν.
Στις αρχές του 2000 ο Φόρμαν δημιούργησε μια ταινία με τίτλο Ember, που προσαρμόστηκε από τον Jean-Claude Carrière και βασίστηκε στο μυθιστόρημα του μυθιστοριογράφου Sándor Márai. Η ταινία αναφερόταν σε δυο άνδρες από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις που ζουν στην πρώην Αυστρο-Ουγγρική Αυτοκρατορία, γίνονται φίλοι στον στρατό και συναντιώνται ξανά μετά από 41 χρόνια. Ο Φόρμαν επέλεξε τον Σον Κόνειρ και τον Klaus Maria Brandauer για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους καθώς και την Γουϊνόνα Ράιντερ. Αρκετούς μήνες πριν την έναρξη των γυρισμάτων, ο Σον Κόνερι και ο Ιταλός παραγωγός είχαν μια διαφωνία και ο Κόνερι αποχώρησε από την ταινία. Ο Φόρμαν ήταν πεπεισμένος ότι ο ρόλος ταίριαζε στον Σον Κόνερι ώστε δεν ήθελε να κάνει τα γυρίσματα χωρίς αυτόν και ακύρωσε το πρότζεκτ λίγες μέρες πριν την έναρξη των γυρισμάτων.
Στα τέλη της δεκαετίας του 2000 το σενάριο για την ταινία Ghost of Munich γράφτηκε από τον Φόρμαν, τον Jean-Claude Carriere και τον Vaclav Havel (πρώην Τσέχος πρόεδρος και συγγραφέας, που είχε φοιτήσει στο ίδιο πανεπιστήμιο με τον Φόρμαν), και εμπνεύστηκε από το μυθιστόρημα του Γάλλου μυθιστοριογράφου Georges-Marc Benamou. Η ιστορία δίνει μια στενότερη ματιά στα γεγονότα που περιέβαλαν το Σύμφωνο του Μονάχου. Ο ρόλος του Γάλλου προέδρου αναμενόταν να παιχτεί από τον Γάλλο ηθοποιό Mathieu Amalric με τον μεγαλύτερο σε ηλικία πρόεδρο να ενσαρκώνεται από τον Ζεράρ Ντεπαρντιέ. Ωστόσο η εταιρεία παραγωγής Pathé δεν κατάφερε να χρηματοδοτήσει το εγχείρημα.

Στην ιδιαίτερη πόλη του Φόρμαν υπάρχει ένας κινηματογράφος που φέρει το όνομά του - Kino Miloše Formana (Κινηματογράφος του Μίλος Φόρμαν). Δεν συνδέεται απευθείας με αυτόν αλλά έχει αφήσει το σημάδι του στην συγκεκριμένη περιοχή.
Ο κινηματογράφος αυτός περιλαμβάνει μικρότερης έκτασης κινηματογράφους ; 17 κινηματογράφους των 199 μονών θέσεων και 8 κινηματογράφους διπλών θέσεων για ζευγάρια. Οι κινηματογράφοι των διπλών θέσεων δεν είναι ακόμα γνωστοί σε τέτοιες μικρές περιοχές. Από το 2011 έως το 2013 ο κινηματογράφος Μίλος Φόρμαν ανακαινίστηκε σταδιακά. Πιο συγκεκριμένα, άλλαξαν τα καθίσματα και τα πατώματα ενώ εισήχθη σύγχρονο air-conditioning. Τοποθετήθηκε επίσης μια νέα δυνατότητα προβολής σε 3D. Η επένδυση αυτή κόστισε περίπου τρία εκατομμύρια τσέχικα νομίσματα (120.000 αμερικανικά δολάρια).

Η πρώτη σύζυγος του Φόρμαν ήταν η Τσέχα σταρ του κινηματογράφου Jana Brejchová. Συναντήθηκαν στα γυρίσματα της ταινίας Štěňata (1957). Πήραν διαζύγιο το 1962. Ο Φόρμαν απέκτησε δίδυμα αγόρια με την δεύτερη σύζυγό του, την Τσέχα ηθοποιό Věra Křesadlová. Πήραν διαζύγιο το 1969. Τα δίδυμα αγόρια, ο Petr και ο Matěj Forman (1964), ασχολούνται και οι δυο με το θέατρο.
Ο Φόρμαν παντρεύτηκε την Martina Zbořilová στις 28 Νοεμβρίου 1999. Και με αυτή την σύζυγο απέκτησε δίδυμα αγόρια, τον Jim και τον Andy (1999).

Ο Φόρμαν ήταν επίτιμος διδάκτορας κινηματογράφου στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το 1996, ο Φόρμαν ανακάλυψε έναν αστεροειδή, το 11333 Φόρμαν, που πήρε το όνομά του.
Το 2009 δημιουργήθηκε ένα ντοκιμαντέρ για την ζωή και το έργο του Φόρμαν σε σκηνοθεσία του Miloš Šmídmajer – Miloš Forman: Co te nezabije. Ο Φόρμαν έγραψε ποιήματα και το 1994, κυκλοφόρησε με την αυτοβιογραφία του με τον τίτλο Turnaround.
Μετά από μια σύντομη ασθένεια, πέθανε στο νοσοκομείο Danbury κοντά στο σπίτι του, στο Κονέκτικατ, την Παρασκευή 13 Απριλίου 2018, σε ηλικία 86 ετών.

Πηγή: Μίλος Φόρμαν - Βικιπαίδεια (wikipedia.org) 

Φιλμογραφία

Σκηνοθεσία

  1.  2007Semafor: Nejvetsí hity 2 (Video) (videos "Rekomando blues", "Ty jsi ta nejkrásnejsí krajina, co znám", "Ty jsi ta nejkrásnejsí krajina, co znám /parody/", "Já kolem tebe chtel bych krouzit")
  2.  1989Valmont
  3.  1981Ragtime
  4.  1979Hair
  5.  1973Visions of Eight (Documentary) (segment "The Decathlon")
  6.  1966Dobre placená procházka (TV Movie)
  7.  1964Kdyby ty muziky nebyly (Documentary short)
  8.  1964Konkurs (Documentary)
  9.  1960Laterna magika II (Documentary) 

Σεναριογράφος-Συγγραφέας

  1.  1989Valmont (writer)
  2.  1975Le mâle du siècle (idea)
  3.  1971Η φυγή (written by)
  4.  1969La pince à ongles (Short) (writer)
  5.  1967Clovek a jeho dum (contribution - uncredited)
  6.  1965Οι Ερωτες μιας Ξανθιάς (screenplay) / (story)
  7.  1964Kdyby ty muziky nebyly (Documentary short)
  8.  1964Konkurs (Documentary)
  9.  1960Laterna magika II (Documentary)
  10.  1958Stenata (writer)

Ηθοποιός

  1. 2009Peklo s princeznou Erlebub 
  2. 1989New Year's Day Lazlo 
  3. 1970Strop (Short) Tanccí muz v baru 
  4. 1962Tam za lesem Doctor 
  5. 1957Dedecek automobil Air Mechanic / Assistant of Camera 
  6. 1956Stríbrný vítr dustojník u Stanku 
  7. 1953Slovo delá zenu Mladý delník

Πηγή: Milos Forman - IMDb 


Κανείς δεν έκλεισε ποτέ το στόμα στον Μίλος Φόρμαν

14 APR 2018 / Μανώλης Κρανάκης

Στα 86 του χρόνια πέθανε ο βραβευμένος με Όσκαρ σκηνοθέτης του «Amadeus» και του «Στη Φωλιά του Κούκου», μια από τις σημαντικότερες μορφές του Νέου Κύματος του Τσεχοσλοβάκικου σινεμά στα τέλη της δεκαετίας του ’60.

«Είναι αστείο να το συνειδητοποιείς αλλά στην σχετικά σύντομη ζωή μου έζησα σε έξι ή επτά διαφορετικά κοινωνικά και πολιτιστικά καθεστώτα. Πρώτα στην Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας, μετά στην περιορισμένη δημοκρατία κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, μετά στη ναζιστική κατοχή, μετά σε ένα είδος δημοκρατίας για τρία χρόνια, μετά στο σταλινικό καθεστώς, μετά στο κομμουνιστικό καθεστώς και τώρα ζω σε μια ελεύθερη χώρα.»
Αν στη ζωή ενός ανθρώπου υπάρχουν γεγονότα που τον σημαδεύουν για πάντα, τότε ο Μίλος Φόρμαν έχει να θυμάται δύο από αυτά. Το πρώτο ήταν ότι σε ηλικία 16 ετών είδε για πρώτη φορά υλικό από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και κατανόησε τις φρικτές συνθήκες μέσα στις οποίες είχαν πεθάνει και οι δυο του γονείς όταν αυτός ήταν ακόμη 10 ετών. Και το δεύτερο ήταν ότι λίγο αργότερα και ενώ ως παιδί μεγάλωνε μαζί με συγγενείς, ανακάλυψε πως ο πραγματικός του πατέρας ήταν άλλος, ένας Εβραίος αρχιτέκτονας επιζών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Ίσως γι’ αυτό, με έναν τρόπο που συμβαίνει πάντα στους μεγάλους δημιουργούς, το έργο του – τόσο στην Τσεχοσλοβακία, όσο και αργότερα στην Αμερική – θα είχε πάντα για κεντρικό του θέμα την ταυτότητα και για κεντρικούς ήρωες ανθρώπους που προσπαθούν να βρουν τη θέση τους, τη φωνή τους και τη λογική τους μέσα σε αυτόν τον παράλογο κόσμο.

με την πρώτη του σύζυγο, ηθοποιό Γιάνα Μπρέχτσοβα

Παρά τον μετέπειτα θρίαμβό του στην Αμερική, ο Μίλος Φόρμαν ήταν ήδη διάσημος από τα χρόνια του στη Τσεχοσλοβακία. Ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του νέου κύματος του τσεχοσλοβάκικου σινεμά των 60s, γνώρισε τεράστια κριτική και εμπορική επιτυχία με το «Οι Έρωτες Μιας Ξανθιάς» του 1964, μια απροσδόκητα ρεαλιστική και ανατρεπτική κωμωδία με ηρωΐδα μια εργάτρια στην τσέχικη επαρχία η οποία αναζητά στην Πράγα έναν μουσικό με τον οποίο είχε μια εφήμερη σχέση πριν αυτός εξαφανιστεί από τη ζωή της. Η ταινία θα σχολίαζε με τον καλύτερο τρόπο το αίσθημα ανεξαρτησίας που αναζητούσε ο καλλιτεχνικός κόσμος κάτω από το βάρος της Σοβιετικής Ένωσης και θα έφτανε υποψηφία για το Όσκαρ Καλύτερης Ξένης Ταινίας, ανοίγοντας ουσιαστικά από πολύ νωρίς την πόρτα του κόσμου στο δημιουργό του.
Κατά τη διάρκεια της Άνοιξης της Πράγας, ο Μίλος Φόρμαν βρισκόταν ήδη στο Παρίσι, διαπραγματευόμενος την πρώτη του αμερικάνικη ταινία. Ωστόσο είχε φροντίσει να γυρίσει ακόμη μια μνημειώδη ταινία για την ιστορία του σινεμά της Τσεχοσλοβακίας, το θρυλικό «Φωτιά… Πυροσβέστες» που ήταν η πρώτη του έγχρωμη ταινία, η τελευταία που γύρισε πριν την «εξορία» του στην Αμερική και αυτή που απαγορεύτηκε από το κομμουνιστικό καθεστώς της χώρας. Σάτιρα ενός συστήματος ανελευθερίας, το φιλμ θα έφτανε και αυτό στις υποψηφιότητες των Όσκαρ, ενώ είχε συμπεριληφθεί και στο πρόγραμμα του Φεστιβάλ Καννών, το οποίο όμως ακυρώθηκε λόγω των γεγονότων του Μαΐου του 1968.

Με τον Τζακ Νίκολσον στα γυρίσματα του «Στη Φωλιά του Κούκου»

H επιτυχία στην Αμερική δεν ήρθε αμέσως, αλλά όταν ήρθε ήταν σαρωτική. Η πρώτη του ταινία ήταν το «Taking Off», με Μεγάλο Βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών και μια διακριτική σάτιρα για την αμερικανική κοινωνία και τη χαμένη από προσανατολισμό νεολαία. Ήταν 1971 και τουλάχιστον μέχρι το 2000, ο Μίλος Φόρμαν δεν πρέπει να σκηνοθέτησε ούτε μια ταινία που να μην ήταν από καλή μέχρι πολύ καλή και ταυτόχρονα μια μεγάλη επιτυχία.
Το 1975, το «Στη Φωλιά του Κούκου» κερδίζει τα πέντε σημαντικότερα Οσκαρ (Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Α’ Ανδρικού και Γυναικείου Ρόλου) και μένει στην ιστορία ως μια από τις σημαντικότερες ταινίες της δεκαετίας (και μια από τις σημαντικότερες πάνω στην τρέλα και τον εγκλεισμό). Ακολουθούν το «Hair» που μέσα στα χρόνια θα κέρδιζε τη δική του καλτ θέση στις κινηματογραφικές διασκευές των μεγάλων αμερικανικών μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ, το υπερφιλόδοξο «Ragtime» το 1981 με οκτώ υποψηφιότητες για Όσκαρ, ο απόλυτος θρίαμβος του «Amadeus» με τα οκτώ Όσκαρ και ένα δεύτερο Σκηνοθεσίας για τον ίδιο το Φόρμαν, το «Valmont» του 1989, το «The People vs. Larry Flint» του 1996 (η τρίτη υποψηφιότητα του Μίλος Φόρμαν για Οσκαρ Σκηνοθεσίας) και το «Man on the Moon» του 1999 με τον Τζιμ Κάρεϊ στο ρόλο του Άντι Κάουφμαν.

Συνεπής σε όλη την καριέρα του, ο Μίλος Φόρμαν προσπάθησε μέσα από το έργο του να μιλήσει για την αγωνία του ανθρώπου να κερδίσει το δικαίωμά του στην ελευθερία. Τα κατάλοιπα από τα δύσκολα χρόνια της Τσεχοσλοβακίας (ο ίδιος τα χωρίζει στα χρόνια της ναζιστικής κατοχής και στα χρόνια του κομμουνισμού) βρίσκουν ένα σκηνοθέτη να επιβάλλει το όραμά του στο Χόλυγουντ, να κάνει ακριβώς τις ταινίες που θέλει χωρίς να χάνει ίχνος από την εμπορικότητα που θα του επέτρεπε να συνεχίσει να εργάζεται και να αφηγείται ιστορίες για ανθρώπους (καλλιτέχνες και μη) εγκλωβισμένους είτε μέσα στο μυαλό τους είτε μέσα σε ένα αδίστακτο σύστημα λογοκρισίας και υποκρισίας.
«Όταν μου ζήτησαν να σκηνοθετήσω το «Στη Φωλιά του Κούκου», οι φίλοι μου με προειδοποίησαν να μην το τολμήσω. Η ιστορία ήταν τόσο Αμερικάνικη υποστήριξαν. Και ένας μετανάστης που μόλις είχα φτάσει στη χώρα δεν θα μπορούσα να την αφηγηθώ. Έμειναν έκπληκτοι όταν τους εξήγησα γιατί ήθελα να κάνω την ταινία. Για μένα δεν ήταν απλά λογοτεχνία αλλά αληθινή ζωή. Η ζωή που έζησα στην Τσεχοσλοβακία από τη γέννησή μου το 1932 μέχρι και το 1968. Το κομμουνιστικό κόμμα ήταν η δική μου Νοσοκόμα Ράτσετ, που μου έλεγε τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω, τι ήμουν και τι δεν επιτρεπόταν να πω, που ήμουν και που δεν μου επέτρεπαν να πάω. Ακόμη και το ποιος είμαι ή δεν είμαι.»


Όταν ο Μίλος Φόρμαν έστειλε το αμερικανικό όνειρο βαθιά «Στη Φωλιά του Κούκου»

Όπως ανέφερε πάντα στις συνεντεύξεις του ο Μίλος Φόρμαν, το «Στη Φωλιά του Κούκου», η ταινία που τον καθιέρωσε στην Αμερική, χαρίζοντας του το Όσκαρ Σκηνοθεσίας και ένα σοβαρό λόγο για να συγκαταλέγεται έκτοτε ανάμεσα στα πιο περιζήτητα ονόματα του νέου αμερικανικού σινεμά, προέκυψε από τύχη.
Βασισμένη στο ομότιτλο best-seller του Κεν Κέισι με πρωτότυπο τίτλο «One Flew Over the Cuckoo’s Nest», που κυκλοφόρησε το 1962, η ιστορία της διαδραματιζόταν μέσα σε μια ψυχιατρική κλινική, εκεί όπου καταλήγει ένας υπόδικος εγκληματίας, ο Ράντλ ΜακΜέρφι όταν υποκρίνεται ότι χρήζει ψυχιατρικής βοήθειας. Μέσα στην κλινική ο ΜακΜέρφι θα αποκτήσει χαρακτηριστικά ηγέτη, θα βρεθεί αντιμέτωπος με την πυγμή της νοσοκόμας Ρέιτσεντ αλλά κυρίως με ένα ολόκληρο σύστημα που αρχίζει να τον συνθλίβει. Μοναδικός του σκοπός θα είναι να οργανώσει την επανάσταση του και να προσπαθήσει να αποδράσει.
Ιδανική αφορμή για τον Μίλος Φόρμαν να μιλήσει για το παρελθόν του στην ταραγμένη πολιτικά Τσεχοσλοβακία και το παρόν του στην Αμερική του ονείρου. Για το παρελθόν του σε μια χώρα που τον έδιωξε και το παρόν του σε μια χώρα που τον υποδέχτηκε φιλόξενα. Τελικά, για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της διαχρονικής κριτικής του απέναντι σε οποιοδήποτε σύστημα υποκρίνεται ότι βρίσκεται στο πλευρό των ανθρώπων, ενώ το μόνο που κάνει είναι να ακυρώνει κάθε έννοια αυτοδιάθεσης, ανεξαρτησίας και ελευθερίας.
One Flew Over ... 607
«Οι παραγωγοί Σάουλ Ζάεντς και Μάικλ Ντάγκλας δεν κατάφεραν να βρουν κανένα στούντιο για να χρηματοδοτήσει την ταινία. Ετσι ο Ζάεντς αποφάσισε να επενδύσει ο ίδιος στην ταινία με ένα πολύ μικρό προϋπολογισμό. Το οποίο σήμαινε – δεν είμαι σίγουρος αν μου αρέσει να το ακούσω αυτό – ότι δεν μπορούσαν να αντέξουν έναν ήδη καθιερωμένο μεγάλο σκηνοθέτη», θυμάται ο Μίλος Φόρμαν σε παλιότερη συνέντευξη του .
«Οπότε αναζητούσαν κάποιον που να τον σέβονται και που να είναι και φτηνός. Αυτός ήμουν εγώ. Το αστείο είναι ότι είχα μιλήσει για το βιβλίο με τον Κερκ Ντάγκλας χρόνια πριν στην Πράγα, όταν περιόδευε στις χώρες του Σιδηρούν Παραπετάσματος. Είχε δει τους «Έρωτες μιας Ξανθιάς» και με ρώτησε αν θα μπορούσε να μου στείλει αυτό το βιβλίο, για το οποίο είχε αγοράσει τα δικαιώματα αλλά κανείς δεν ήθελε να το κάνει. Βρέθηκα στον έβδομο ουρανό. Το βιβλίο δεν ήρθε ποτέ. Ο Κερκ το έστειλε όντως, αλλά το τελωνείο το κατέσχεσε εξαιτίας της λογοκρισίας της εποχής. Δεν το είπαν ούτε σ’ αυτόν ούτε σ’ εμένα. Οπότε σκέφτηκα πως απλά ήταν ένας τύπος που βάζει αέρα στο μυαλό ενός νέου σκηνοθέτη και τον ξεχνάει τη στιγμή που φεύγει από το δωμάτιο. Όταν συναντηθήκαμε χρόνια μετά, μου είπε: «Διαόλου γιε, σου έστειλα εκείνο το βιβλίο και δεν είχες ούτε την ευγένεια να μου απαντήσεις».»

Ο Μίλος Φόρμαν, ο Μάικλ Ντάγκλας και ο Σαούλ Ζάεντς

Όταν η ταινία έμοιαζε να γίνεται πραγματικότητα, ο Κερκ Ντάγκλας ήταν ήδη μεγάλος για να παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που τόσο επιθυμούσε. O γιος του, όμως, ο Μάικλ Ντάγκλας θα αναλάμβανε την παραγωγή και θα «γνώριζε» τον Μίλος Φόρμαν μέσα από το «Φωτιά… Πυροσβέστες», την ταινία που απαγορεύτηκε στην Τσεχοσλοβακία και έγινε το απόλυτο μνημείο του Νέου Κύματος του Τσεχοσλοβάκικου σινεμά.
«Ήμουν στο πανεπιστήμιο στη Σάντα Μπάρμπαρα, πολιτικά ενεργός εν μέσω του πολέμου του Βιετνάμ», θυμάται ο Μάικλ Ντάγκλας. «Μου άρεσε το βιβλίο. Ήταν μια ιδιοφυής ιστορία για την πάλη ενός ανθρώπους ενάντια στο σύστημα. Δεν είχα σκεφτεί ποτέ να κάνω παραγωγή, αλλά είπα στον πατέρα μου να δοκιμάσω. Ο πρώτος σεναριογράφος της ταινίας, ο Λόρενς Χάουμπεν με σύστησε στο έργο του Μίλος Φόρμαν. Η ταινία του «Φωτιά… Πυροσβέστες» από το 1967 είχε όλα τα στοιχεία που αναζητούσαμε. Διαδραματιζόταν σε ένα κλειστό περιβάλλον, με μια πληθώρα από μοναδικούς χαρακτήρες που μπορούσες να παίξεις. Την εποχή εκείνη, ο Μίλος ζούσε στο Chelsea Hotel στη Νέα Υόρκης. Ειχε πάθει κρίση πανικού και δεν έφευγε από το κτίριο – οι φήμες τον ήθελαν να κρατάει φυλακισμένο έναν Τσέχο φίλο στο δωμάτιο του ξενοδοχείου και να τον στέλνει αντ’ αυτού σε ψυχίατρο.»

Όταν μου ζήτησαν να σκηνοθετήσω το «Στη Φωλιά του Κούκου», οι φίλοι μου με προειδοποίησαν να μην το τολμήσω. Η ιστορία ήταν τόσο αμερικάνικη υποστήριξαν. Και ένας μετανάστης που μόλις είχα φτάσει στη χώρα δεν θα μπορούσα να την αφηγηθώ. Έμειναν έκπληκτοι όταν τους εξήγησα γιατί ήθελα να κάνω την ταινία. Για μένα δεν ήταν απλά λογοτεχνία αλλά αληθινή ζωή. Η ζωή που έζησα στην Τσεχοσλοβακία από τη γέννησή μου το 1932 μέχρι και το 1968. Το κομμουνιστικό κόμμα ήταν η δική μου Νοσοκόμα Ρέιτσεντ, που μου έλεγε τι μπορώ και τι δεν μπορώ να κάνω, τι ήμουν και τι δεν επιτρεπόταν να πω, που ήμουν και που δεν μου επέτρεπαν να πάω. Ακόμη και το ποιος είμαι ή δεν είμαι.

Μεταφέροντας την κρίση πανικού του, αλλά κυρίως την οργή του για μια ενηλικίωση που στιγματίστηκε από την ταραγμένη πολιτική ταυτότητα της χώρας του, ο Μίλος Φόρμαν κλείστηκε μαζί με τους ηθοποιούς και το συνεργείο του σε μια πραγματική ψυχιατρική κλινική στο Ορεγκον και αφηγήθηκε με τρόπο παροξυσμικό, επιβλητικά μοντέρνο και ρεαλιστικό τη μεγάλη επανάσταση του Ραντλ ΜακΜέρφι, του κεντρικού του ήρωα – στο πρόσωπο και κυρίως την κινησιολογία του για πρώτη φορά τότε σε ένα παρόμοιο ρόλο Τζακ Νίκολσον.
«Μεγαλώνοντας σε ολοκληρωτικά καθεστώτα, αντιλήφθηκα νωρίς πως η λογική είναι ότι χτίζουμε ιδρύματα για να μας βοηθήσουν, αλλά τελικά αυτά υπάρχουν για να μας ελέγχουν τη ζωή. Σαν να είμαστε κτήματά τους. Εκεί αναλάμβαναν δράση πάντοτε οι επαναστάτες, άνθρωποι που κοιτάζουν κατάματα αυτό που συμβαίνει και αποφασίζουν να κάνουν κάτι γι’ αυτό, από τον ΜακΜέρφι μέχρι τον Μότσαρτ.»
Ο Μότσαρτ θα ακολουθούσε λίγα χρόνια αργότερα με το εξίσου επιτυχημένο και δαιμόνιο «Amadeus». Και στη μεγάλη λίστα των επαναστατών του θα πρόσθετε κανείς και τον Λάρι Φλιντ του «Υπόθεση Λάρι Φλιντ» ή τον Αντι Κάουφμαν στο Man on the Moon», την τελευταία του σπουδαία ταινία. Για την ώρα, ο Μίλος Φόρμαν, με τον ερχομό του στην Αμερική, ακριβώς την εποχή που το νέο αμερικανικό σινεμά έβρισκε την πιο δυνατή φωνή του και δανειζόταν τα καλύτερα υλικά από το σινεμά του κόσμου – είχε οργανώσει τη δική του επανάσταση, επιβάλλοντας το στιλ και το όνομά του, την ίδια στιγμή που μαζί με τις δικές του αναγωγές στα καθεστώτα που τον στοίχειωσαν τόλμησε να κλείσει το αμερικάνικο όνειρο βαθιά μέσα «Στη Φωλιά του Κούκου».

Το «Στη Φωλιά του Κούκου» κέρδισε τα πέντε βασικά Οσκαρ (Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Α’ Ανδρικού και Γυναικείου Ρόλου) – δεύτερη μόλις ταινία που το κατάφερε μετά το «Συνέβη μια Νύχτα» του Φρανκ Κάπρα το 1934 (θα το επαναλάμβανε αργότερα η «Σιωπή των Αμνών»). Υπήρξε μια τεράστια εμπορική (κόστισε γύρω στα 4 εκατομμύρια δολάρια και απέφερε στο ταμείο πάνω από 100) και καλλιτεχνική επιτυχία. Και παραμένει μια από τις σημαντικότερες ταινίες του αμερικάνικου σινεμά.

Ένας ανελέητος παρατηρητής της ανθρώπινης κωμωδίας

Στο πλαίσιο του τσεχοσλοβακικού σινεμά των αρχών της δεκαετίας του 1960, oι πρώτες ταινίες του Milos Forman(1932-2018) ,«Black Peter»(1963) και «Konkurs»(1963), ισοδυναμούσαν με επανάσταση. Με επιρροές κυρίως από τους Τσέχους μυθιστοριογράφους που εξεγέρθηκαν στα αισθητικά δόγματα του καθεστώτος στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και όχι τόσο από τον Δυτικό κινηματογράφο (αν και η επίδραση του ύστερου νεορεαλισμού του Ermanno Olmi, είναι ορατή), ο Forman απεικόνισε τη ζωή της εργατικής τάξης , με οπτική αμόλυντη από τα στερεότυπα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού.
Αν και αρχικά δέχτηκε επίθεση από τους σταλινικούς κριτικούς, τελικά η πιο φιλελεύθερη φατρία του Κομμουνιστικού Κόμματος, που τότε ήταν σε ανοδική τάση, θεώρησε τις ταινίες του ως έκφραση μιας νεωτεριστικής «σοσιαλιστικής» τέχνης. Η μεγάλη εμπορική επιτυχία και η φήμη που απέκτησε στα διεθνή φεστιβάλ, τον μετέτρεψε στο αδιαμφισβήτητο αστέρι των του Τσέχικου «Νέου κύματος». Το στυλ του ήταν φρέσκο, φυσικό, με ημι-αυτοσχεδιαστικό διάλογο που αντανακλούσε τη βαθιά γνώση του περιβάλλοντος και ταιριαστή χρήση της τσεχικής folk-rock μουσικής.
Αυτά τα χαρακτηριστικά είναι ακόμη πιο εμφανή στα δυο επόμενα φιλμ του. Το «Lásky jedné plavovlásky»(1965)είναι μια διακριτική σάτιρα με χαμηλούς τόνους και απαλές συγκρούσεις .Η απεικόνιση του ερωτευμένου βλέμματος της «Ξανθιάς», όταν κοιτάζει τον νεαρό πιανίστα είναι μνημειώδης. Το «Hoří, má panenko» (1967) είναι μια ντελιριακή σάτιρα της ανθρώπινης ανικανότητας που θεωρήθηκε στην εποχή της συγκαλυμμένη επίθεση ενάντια στην κυβέρνηση της Τσεχοσλοβακίας . Λίγο μετά τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, το φιλμ απαγορεύτηκε και ο Forman αποφάσισε να παραμείνει στη Δύση.
Το «Taking Off»(1971) είναι μια γενναία προσπάθεια να δείξει την Αμερική στους Αμερικανούς μέσα από το ευαίσθητο ,ενίοτε καυστικό, βλέμμα ενός ξένου παρατηρητή. Αυτή ήταν και η μοναδική ταινία που αναπτύχθηκε από την αρχική του ιδέα και εφάρμοσε τις αρχές της αισθητικής και του οράματος του. Ωστόσο, μετά τη χλιαρή αποδοχή της στράφηκε σε διασκευές ή βασίστηκε σε πραγματικά γεγονότα.
Ίχνη του «Τσέχου» Forman είναι αναγνωρίσιμα στη πιο πετυχημένη αμερικάνικη ταινία του «One Flew over the Cuckoo’s Nest»(1975), καταγγελία για τα ιδρύματα και την καταστολή του ψυχιατρικού συστήματος αλλά και μια αλληγορία γύρω από το επαναστατικό πνεύμα της δεκαετίας του ’70.
Το άγγιγμα του Forman είναι πολύ λιγότερο εμφανές στην αναδιάρθρωση του μιούζικαλ «Hair» (1979) και του μυθιστορήματος του Doctorow, «Ragtime»(1981).
Στο «Amadeus»(1984) αποθεώνεται η μουσική ιδιοφυία του Μότσαρτ , χωρίς να αποκρύπτονται οι σκοτεινές πτυχές της προσωπικότητας του, η αλλοπρόσαλλη πληθωρικότητά του, ο καμποτινισμός, τα καπρίτσια του. Το φιλμ σφύζει από ζωντάνια, συναρπάζει με τη θυελλώδη μουσική, θαμπώνει με την παραμυθένια Πράγα και τα εκπληκτικά κοστούμια.
Το «Valmont»(1989) επισκιάστηκε από το αριστουργηματικό «Dangerous Liaisons» του Stephen Frears, καθώς και τα δυο βασίζονται στο ίδιο μυθιστόρημα του Choderlos de Laclos. Στο «The People vs. Larry Flynt»(1996) εξιστορείται ο βίος και η πολιτεία ενός εκδότη περιοδικών πορνό, που συνεχώς συρόταν στα δικαστήρια εξαιτίας της προκλητικότητας των εκδόσεων του. Η ταινία παρουσιάζει με σατιρικό τρόπο τις πτυχές της σύγχρονης Αμερικής, την ερωτική απελευθέρωση του ’70, τη μάχη με το πουριτανικό και δικαστικό κατεστημένο, την Αμερική της υποτιθέμενης ελευθερίας της έκφρασης και των ελεύθερων σκοπευτών.
Το πιο μελαγχολικό « Man on the Moon» (1999) είναι μια βιογραφική ταινία για τον κωμικό Andy Kaufman, ο οποίος πέθανε σε ηλικία τριάντα πέντε ετών, μετά από μια ταραχώδη καριέρα, στην οποία αρχικά επαινέθηκε αλλά στη συνέχεια κατακρίθηκε εξαιτίας του εκκεντρικού του στυλ.
Το «Goya‘s Ghosts» (2007), ήταν μια χορταστική ιστορική τοιχογραφία και ένα περίπλοκο πορτρέτο του Goya κατά τη διάρκεια μιας περιόδου ναπολεόντειας κατάκτησης και θρησκευτικών διώξεων στην Ισπανία.
Ο Forman είναι ένας ανελέητος παρατηρητής της ανθρώπινης κωμωδίας που συχνά κατηγορήθηκε για κυνισμό, τόσο στην Τσεχοσλοβακία όσο και στη Δύση. Απέναντι σε αυτές τις κριτικές απαντούσε με τα λόγια του Τσέχωφ, επισημαίνοντας ότι «αυτό που είναι πρωταρχικά σκληρό είναι η ίδια η ζωή». Το όραμα του Forman ήταν βαθιά ριζωμένο στην αντι-δογματική, ρεαλιστική και ουμανιστική παράδοση Τσέχων λογοτεχνών όπως οι Jaroslav Hasek και Bohumil Hrabal. Ο Forman υπήρξε ένας εξαιρετικός τεχνίτης του σινεμά αλλά η αμερικάνικη καριέρα του δεν χαρακτηρίζεται από την ίδια καινοτόμο δυναμική που είχε στα νεανικά του χρόνια στην Πράγα.
Ο έρωτας στα χρόνια της “άνοιξης της Πράγας”
Σε μια μικρή πόλη της Τσεχοσλοβακίας ένας ηλικιωμένος διευθυντής εργοστασίου πιέζει ένα στρατιωτικό αξιωματούχο για να μεταφέρει μια μονάδα στρατού στην περιοχή. Γιατί; Επειδή το ηθικό και η απόδοση στην γυναικεία πτέρυγα του εργοστασίου έχει πέσει, πιστεύει ότι λίγος παλιομοδίτικος ρομαντισμός θα θεραπεύσει το πρόβλημα. Ωστόσο από κακό προγραμματισμό του συστήματος αντί για νεαρούς στρατιώτες στέλνονται μεσήλικες εφεδρικοί , ως επί το πλείστον παντρεμένοι.
Κατά τη διάρκεια ενός γιγαντιαίου πάρτι χορού, που παρακολουθείται στενά από τον διευθυντή και τους βοηθούς του, η όμορφη Andula (Hana Brejchova) και δύο φίλες της φλερτάρονται αμήχανα από τρεις στρατιώτες . Ωστόσο, πριν αποχωρήσουν, η Andula προσεγγίζεται από τον πολύ νεότερο πιανίστα της ορχήστρας , Milda (Vladimir Pucholt)που την πείθει να πάει στο δωμάτιό του. Περνούν τη νύχτα μαζί και το επόμενο πρωί την διαβεβαιώνει επανειλημμένα: «Δεν έχω φίλη στην Πράγα» . Ο Milda φεύγει από την πόλη, εκείνη περιμένει και καθώς δεν έχει νέα του αποφασίζει να ταξιδέψει στην Πράγα για να τον εντοπίσει. Όμως, η αιφνιδιαστική άφιξή της προκαλεί σοβαρή διαμάχη μεταξύ των συντηρητικών γονιών του…
Οι «Έρωτες μιας ξανθιάς» είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα της κινηματογραφικής «άνοιξης της Πράγας», ενός κινήματος που διήρκεσε από την αρχή της δεκαετίας του ’60, μέχρι την επέμβαση των σοβιετικών τανκς το 1968. Τότε εμφανίστηκε μία νέα γενιά ταλαντούχων σκηνοθετών (Μίλος Φόρμαν, Ιβάν Πασέρ ,Γίρι Μένζελ ,Βέρα Χιτίλοβα κ.α.), απόφοιτων της Ακαδημίας Κινηματογράφου και Τηλεόρασης της Πράγας . Ανάλογες τάσεις εμφανίστηκαν και σε άλλες χώρες του ανατολικού μπλοκ :στην Ουγγαρία με τον Ίστβαν Ζάμπο, στην Πολωνία με τον Γέρζι Σκολιμόφσκι, στη Σοβιετική Ένωση με τον Ταρκόφσκι .Το κίνημα αυτό ήταν σε παράλληλη τροχιά με τη γαλλική «Nouvelle Vague», το αγγλικό «Free Cinema» ,το βραζιλιάνικο «Cinema Novo», τη νέα γενιά των Ιταλών ρεαλιστών (Παζολίνι, Όλμι, Μπερτολούτσι) και τη «Σχολή της Νέας Υόρκης» με τον Κασσαβέτη.
Η εναρκτήρια σεκάνς στους «Έρωτες μιας ξανθιάς» αποτυπώνει τέλεια το λεπτά σατριρικό αλλά και υπαινικτικά μελαγχολικό πνεύμα της ταινίας. Μια εργάτρια αποδίδει με αδεξιότητα ένα απλοϊκό Beatle-esque τραγούδι, που μέσα από τους στίχους του εξηγεί γιατί έγινε «χούλιγκαν». Αυτό είναι το κωμικο-τραγικό προφίλ της εξέγερσης των νέων στην κομμουνιστική Τσεχοσλοβακία ,που έγινε κυρίως στη σφαίρα της φαντασίας. Άλλωστε σε παγκόσμιο επίπεδο η ποπ κουλτούρα ήταν ένα μέσο εκτόνωσης μιας επαναστατικής ώσης, που εκφυλίστηκε με τη χρήση παραισθησιογόνων ουσιών ώστε να μην προκαλέσει κοινωνική ή πολιτική ανατροπή.
Το φιλμ είναι ένα μοντάζ κινηματογραφικών αυτοσχεδιασμών που οργανώνονται, όπως στη μουσική τζαζ, γύρω από ορισμένα θέματα. Σε αυτό το πλαίσιο οι χαρακτήρες αυτοσχεδιάζουν ,όπως τα διάφορα όργανα μιας μπάντας. Ο ιστός της αφήγησης δομείται γύρω από έξυπνα γκαγκς ,που θυμίζουν πρώιμη κινηματογραφική κωμωδία: το περιφερόμενο μπουκάλι κρασιού, το δακτυλίδι που κυλά στο πάτωμα ,το διάβασμα της παλάμης, τα χαλασμένα στόρια, ο ύπνος των γονιών με τον ενήλικο γιο κ.α. Κάθε επεισόδιο της ταινίας απεικονίζει και σχολιάζει. Η Andula, «η ξανθιά» του τίτλου, είναι το ερευνητικό όργανο της ταινίας. Είναι, ταυτόχρονα, προϊόν του κόσμου της, μάρτυρας και επαναστάτρια. Η προοπτική της ζωής της συνθλίβεται πολλαπλά. Ως παιδί απέδρασε από μια καταχρηστική οικογένεια. Ως νεαρή γυναίκα είναι εκτεθειμένη σε επιθετικές πρακτικές αποπλάνησης . Ως μέλος της εργατικής τάξης ελέγχεται από έναν καταναγκαστικό πολιτικό μηχανισμό.
Η συμπονετική απεικόνιση του Forman για το προλεταριάτο, το ενδιαφέρον του για τις αίθουσες χορού, ο ερασιτεχνισμός των ηθοποιών και η ψυχολογική αδιαφάνεια, μαρτυρούν μια εκλεκτική συγγένεια με τα «Il Posto» (1961) και «I fidanzati» (1963) του Ermanno Olmi. Και οι δύο σκηνοθέτες επικεντρώνονται στην βλαπτική επίδραση του κοινωνικού και εργασιακού περιβάλλοντος σε νέους και υπάκουους εργαζόμενους. Βέβαια, ο Olmi απεικονίζει την «καπιταλιστική» αποξένωση που προκαλεί η σαγηνευτική καταναλωτική κουλτούρα της μεταπολεμικής οικονομικής έκρηξης. Από την πλευρά του ο Forman δείχνει την «κομμουνιστική» αποξένωση που προκαλείται από την νοοτροπία της αγέλης, του ελέγχου , της καταστολής και της άγνοιας.
Το κύριο μέλημά του Forman δεν είναι να ακολουθήσει την ανάπτυξη μιας δραματικής πλοκής ή την μελέτη ενός χαρακτήρα, αλλά επιδιώκει να ρίξει φως στα κοινωνικά ζητήματα. Αναμειγνύει τα προσωπικά του βιώματα και την λεπτομερειακή παρατήρηση της αντικειμενικής πραγματικότητας. Μας προσφέρει μία φέτα ζωής που εμπεριέχει όλες τις διαλεκτικές αντιθέσεις της ζωής στο ανατολικό μπλοκ. Η συγκινησιακή δύναμη του φιλμ πηγάζει από τον ήρεμο και χωρίς αυθαίρετες λυρικές εξάρσεις ανθρωποκεντρισμό του. Οι ήρωες είναι απλοί άνθρωποι και όχι διανοούμενοι. Τους παρατηρεί με συμπάθεια, με ανθρωπιά αλλά και με κάποια αποστασιοποίηση. Εστιάζει στις μικρές ασήμαντες στιγμές, στις χειρονομίες, στα βλέμματα, στα χαμόγελα, στα δάκρυα τους. Η οξεία αίσθηση και η διαύγεια του βλέμματος επιτρέπει στο θεατή να νιώσει τη γεύση και την ανάσα της καθημερινής ζωής ,την αλήθεια πίσω από την επιφάνεια των πραγμάτων, τη σύγκρουση των γενεών. Ο αισθησιασμός του λυρικού βλέμματος σε συνδυασμό με τη ψυχρή παρατήρηση ,ο αυθορμητισμός και το γνήσιο χιούμορ, η ελλειπτικότητα της αφήγησης και η αφαίρεση της φόρμας , η πλαστικότητα του κάδρου και η σύνδεση των πλάνων αποκαλύπτουν τη κρυμμένη ποίηση του καθημερινού.
Οι «έρωτες μιας ξανθιάς» είναι μια υβριδική ταινία που αποκαλύπτει την άρτια γνώση της κινηματογραφικής γλώσσας αλλά και την προσωπική ευαισθησία του Forman. Ισορροπεί θαυμαστά στη λεπτή γραμμή μεταξύ νατουραλισμού και χιουμοριστικής σάρκας, μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ , λεκτικού χιούμορ και σλάπστικ, πίκρας και γλυκύτητας. Ο κύκλος της αφήγησης ξεκίνησε με ένα χαρούμενο τραγούδι και κλείνει με τον λυγμικό ήχο μιας κιθάρας και μιας αισθαντικής φωνής που στεφανώνουν τις τελικές μελαγχολικές εικόνες.

Πηγή: Hair (1979) του Μίλος Φόρμαν στην ΕΡΤ 2 ||| Κριτική Βασίλη Ραφαηλίδη || Κείμενα για τον Φόρμαν || Κανείς δεν έκλεισε ποτέ το στόμα στον Μίλος Φόρμαν – CAMERA STYLO ONLINE (wordpress.com)