Ο Μάριο Μονιτσέλι (Mario Monicelli, Ρώμη, 16 Μαΐου 1915 - Ρώμη, 29 Νοεμβρίου 2010) ήταν Ιταλός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας. Πολλές ταινίες του, όπως Ο Κλέψας του Κλέψαντος, Οι εντιμότατοι φίλοι μου, Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε είχαν διεθνή επιτυχία και έκαναν γνωστή παγκοσμίως την επονομαζόμενη «κωμωδία αλά ιταλικά».
Ήταν γιος της Μαρίας Καρέρι και του δημοσιογράφου Τομάζο Μονιτσέλι, ο οποίος αυτοκτόνησε το 1946. Η αδελφή του πατέρα του ήταν σύζυγος του Αρνόλντο Μονταντόρι, ιδρυτή του μεγάλου ιταλικού εκδοτικού οίκου. Γεννήθηκε στη Ρώμη αλλά εσφαλμένα πολλές βιογραφίες του αναφέρουν το Βιαρέτζο ως τόπο γέννησής του. Αφού τέλειωσε το δημοτικό στη Ρώμη, μετακόμισε με την οικογένειά του στο Βιαρέτζο. Εκεί έβγαλε το γυμνάσιο και τις δυο τάξεις του λυκείου και στη συνέχεια μετακόμισε στο Μιλάνο, όπου τελείωσε το λύκειο και ξεκίνησε πανεπιστημιακές σπουδές.
Σε ηλικία 20 ετών γυρίζει την πρώτη του ταινία μεγάλου μήκους. Η ταινία, αν και ερασιτεχνική, προβάλλεται στο φεστιβάλ της Βενετίας και η επιτυχία της του εξασφαλίζει την είσοδό του, επαγγελματικά πλέον, στην 7η Τέχνη. Ξεκινά να εργάζεται ως το παιδί που χτυπά την κλακέτα για να φτάσει να γίνει βοηθός σκηνοθέτη. Στη συνέχεια θα γυρίσει στην Τοσκάνη και θα πάρει το πτυχίο του το 1941 από τη Φιλοσοφική σχολή του πανεπιστημίου της Πίζας. Από το 1941 έως το 1943 υπηρετεί στον στρατό, το 1943 λιποτακτεί και πηγαίνει να κρυφτεί στη Ρώμη, μέχρι το καλοκαίρι του 1944. Το 1945 εργάζεται ως βοηθός σκηνοθέτη δίπλα στον Πιέτρο Τζέρμι.
Το 1946 του αναθέτουν να γράψει το σενάριο μαζί με τον Στένο (καλλιτεχνικό όνομα του Στέφανο Βανζίνα) για την ταινία Ο αετός της στέπας. Η ταινία έχει μεγάλη επιτυχία και από κει κι έπειτα οι δυο τους θα συνεργαστούν σε αρκετές ταινίες τόσο ως συν-σεναριογράφοι όσο και ως συν-σκηνοθέτες. Το 1957 κερδίζει το βραβείο σκηνοθεσίας στο φεστιβάλ του Βερολίνου για την ταινία Πίσω από τα κλειστά παράθυρα.
Η μεγάλη όμως στιγμή για την καριέρα του έρχεται το 1958 με την ταινία Ο κλέψας του κλέψαντος. Την επόμενη χρονιά με την ταινία Ο μεγάλος πόλεμος κερδίζει τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ της Βενετίας και μια υποψηφιότητα για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας. Η δεύτερη υποψηφιότητα για Όσκαρ θα έρθει το 1963 για το σενάριο της ταινίας Οι σύντροφοι. Τη δεκαετία του ’60 θα ξεκινήσει η συμμετοχή του σε αρκετές σπονδυλωτές ταινίες, σε συνεργασία με άλλους σκηνοθέτες όπως ο Φεντερίκο Φελίνι και ο Λουκίνο Βισκόντι. Το 1966 γυρίζει την ταινία Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε, μια σάτιρα τοποθετημένη στην εποχή των σταυροφοριών, που θ' αφήσει εποχή.
Τη δεκαετία του '70 θα ακολουθήσουν μερικές ακόμη σημαντικές ταινίες όπως το Θέλουμε τους κολονέλους, Οι εντιμότατοι φίλοι μου και Ο ανθρωπάκος. Η ταινία Θέλουμε τους κολονέλους είναι μια πολιτική σάτιρα με σαφείς αναφορές στη χούντα των Συνταγματαρχών. Μια ομάδα δυσαρεστημένων από το ιταλικό καθεστώς συνωμοτούν και προσπαθούν να ανατρέψουν την κυβέρνηση με ένα πραξικόπημα. Στο πλευρό τους έχουν κι έναν Έλληνα συμβουλάτορα, τον συνταγματάρχη Ανδρέα Αυτοματικό.
Ο Μονιτσέλι, ξεκινώντας από απλές κωμικές ηθογραφίες, ακολούθησε την εξέλιξη της ιταλικής κοινωνίας σε όλο το δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα και σατίρισε τη μεσαία τάξη και τα λαϊκότερα στρώματα με μαύρο χιούμορ. Αγαπημένα του μοτίβα υπήρξαν η οικογένεια, η φιλία (περιορισμένη στο ανδρικό φύλο), ο θάνατος, η σεξουαλική καταπίεση, η τρέλα, η αποτυχία μεγαλεπήβολων σχεδίων. Το αβίαστο γέλιο των πρώτων ταινιών του, με την απανταχού παρούσα κοινωνική κριτική, οδηγείται σε πικρόχολο χιούμορ και πολλές φορές χάνεται το χάπι εντ, για να καταλήξει σε δράμα, που όμως αφήνει πάντα περιθώριο στο γέλιο. Για τον ίδιο τον Μονιτσέλι, το χαρακτηριστικό της «κωμωδίας αλλά ιταλικά» ήταν ότι ασχολήθηκε με δραματικά θέματα δοσμένα με κωμικό τρόπο. Κάτι που ξεκίναγε ήδη από τον μεσαίωνα και τον Βοκάκιο.
Στις δεκαετίες '80 και '90 συνεχίζει ακούραστος να γράφει σενάρια και να σκηνοθετεί αρκετές ακόμη ταινίες. Από το 2000 μέχρι το 2008 θα γυρίσει μερικά ντοκιμαντέρ και στα ενενήντα του χρόνια θα γυρίσει την τελευταία του ταινία. Το βράδυ της 29ης Νοεμβρίου 2010, έχοντας πια φτάσει τα 95 και υποφέροντας από καρκίνο του προστάτη (στο τελευταίο στάδιο), αυτοκτονεί πέφτοντας από το παράθυρο του θαλάμου του νοσοκομείου της Ρώμης, όπου νοσηλευόταν .
Βραβεία
Φιλμογραφία
Σκηνοθεσία
|
Σεναριογράφος
|
Πηγή: Μάριο Μονιτσέλι - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Ο Μάριο Μονιτσέλι (Mario Monicelli, 16 Μαΐου 1915 – 29 Νοεμβρίου 2010): Ιταλός σκηνοθέτης, σεναριογράφος και συγγραφέας. Οι ταινίες του έκαναν γνωστή παγκοσμίως την επονομαζόμενη «κωμωδία αλά ιταλικά».
Στην ιστορία του κινηματογράφου ένα σημαντικό κεφάλαιο είναι αυτό της «κωμωδίας αλά ιταλικά» και ο σπουδαιότερος εκφραστής της ήταν ο Μάριο Μονιτσέλι, ένας μάστορας απ’ τους λίγους, που μας έδωσε στην πολύχρονη σταδιοδρομία του εκπληκτικές δημιουργίες, όπως «Ο Κλέψας του Κλέψαντος», «Εντιμότατοι Φίλοι μου», «Οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», «Ο Ανθρωπάκος» και ακόμη πολλές απολαυστικές κωμωδίες.
Ο Μονιτσέλι, όμως, δεν ήταν απλώς ένας μεγάλος σκηνοθέτης, που ψυχαγωγούσε το κοινό και προκαλούσε το γέλιο, το τόσο χρήσιμο και ανακουφιστικό για τις δύσκολες εποχές, αλλά κι ένας άνθρωπος του πνεύματος, με αστείρευτο χιούμορ, ένας μαχητικός ιδεολόγος, μέχρι το τέλος της ζωής του.
Αντισυμβατικό φινάλε
Ο Μάριο Μονιτσέλι που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 95 ετών, κι ενώ ήταν στο τελευταίο στάδιο του καρκίνου, προτίμησε να δώσει ένα τέλος αντισυμβατικό στη ζωή του, επιστρατεύοντας το πικρό χιούμορ που διέπνεε το σύνολο του έργου του, πηδώντας από τον πέμπτο όροφο του νοσοκομείου Σαν Τζοβάνι της Ρώμης, όπου νοσηλεύονταν.
Ήταν 29 Νοεμβρίου του 2010 και ο Μονιτσέλι θα περάσει στο πάνθεον των σημαντικότερων Ευρωπαίων σκηνοθετών.
Αστραφτερό ταλέντο
Ο Μάριο Μονιτσέλι γεννήθηκε στη Ρώμη στις 16 Μαΐου του 1915. Μητέρα του ήταν η Μαρία Καρέρι και πατέρας του ήταν ο δημοσιογράφος Τομάζο Μονιτσέλι, ο οποίος -τι ειρωνεία- αυτοκτόνησε το 1946. Η αδελφή τού πατέρα του ήταν σύζυγος του Αρνόλντο Μονταντόρι, ιδρυτή του μεγάλου ομώνυμου εκδοτικού οίκου- σημείο αναφοράς για τα γράμματα και τη διανόηση της Ιταλίας.
Λίγο πριν τα 20 χρόνια του, ο Μονιτσέλι θα κάνει την πρώτη του ερασιτεχνική ταινία μεγάλου μήκους. Το ταλέντο του αστράφτει και η ταινία θα προβληθεί στο φεστιβάλ της Βενετίας με επιτυχία, ανοίγοντάς του το δρόμο στον κινηματογράφο. Μπαίνει στα στούντιο ως παιδί για όλες τις δουλειές, ενώ παράλληλα σπουδάζει και παίρνει το πτυχίο από τη Φιλοσοφική Σχολή της Πίζας.
Το 1941, εκείνες της μαύρες εποχές του Μουσολίνι, θα τον καλέσουν στο στρατό και το 1943 θα καταφέρει να λιποτακτήσει για να κρυφτεί στη Ρώμη, μέχρι το τέλος του φασισμού. Το 1945 θα αναλάβει βοηθός του σκηνοθέτη Πιέτρο Τζέρμι, ενώ έχει ήδη αρχίσει να γράφει σενάρια.
Πικρή κωμωδία
Το νερό έχει μπει στο αυλάκι, που θα εξελιχθεί σε χείμαρρο έμπνευσης, ικανότητας και κυρίως ενός ξεχωριστού κινηματογραφικού στιλ που η δύναμή του δεν περιοριζόταν στις τεχνικές λεπτομέρειες ή στο «φινίρισμα», αλλά στην οξυδέρκεια του Μονιτσέλι να συνδυάζει τη λαϊκή κωμωδία, με το κοινωνικό σχόλιο, το γέλιο με τις μελαγχολικές διαπιστώσεις, το δράμα με τη φάρσα, αφήνοντας σχεδόν πάντα μία επωφελή πίκρα στο θεατή. Δικαίως θα χαρακτηριστεί ο «πατριάρχης της κωμωδίας αλά ιταλικά».Έτσι, δεν θα αργήσει να έρθει και μία από τις κορυφαίες στιγμές του, όταν θα γυρίσει το 1958 την κλασική πλέον κωμωδία «Ο Κλέψας του Κλέψαντος», που θα φτάσει μέχρι τις υποψηφιότητες για το Όσκαρ. Ο Μονιτσέλι συνδυάζει με μοναδικό τρόπο το φαρσικό, μπουφονικό χιούμορ της comedia dell’ arte με την κοινωνική ευαισθησία του νεορεαλισμού, αξιοποιώντας στο έπακρο το σπιρτόζικο σενάριο για μία συμμορία μικροαπατεώνων στα περίχωρα της Ρώμης.Ταυτόχρονα, όμως, ο Μονιτσέλι αναδεικνύει την παρανομία ως μοναδική λύση για επιβίωση, την ταξική αλληλεγγύη, την αδικία του καπιταλιστικού συστήματος, ενώ το αξέχαστο καστ (Τοτό, Βιτόριο Γκάσμαν, Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ρενάτο Σαλβατόρι, Κλάουντια Καρντινάλε, Κάρλο Πιζακάνε κ.ά.) δίνει ζωή στην μοναδική πινακοθήκη λαϊκών χαρακτήρων.
Καυστικός
Τον επόμενο χρόνο θα γυρίσει το αντιπολεμικό δράμα «Ο Μεγάλος Πόλεμος» που θα μπει και πάλι στις υποψηφιότητες για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας, ενώ θα κερδίσει τον Χρυσό Λέοντα στο φεστιβάλ Βενετίας. Ένα αριστούργημα, όχι τόσο γνωστό όσο οι κωμωδίες του, αλλά που αποδεικνύει ότι μπορούσε να πετύχει με οτιδήποτε καταπιανόταν. Βιτόριο Γκάσμαν και Αλμπέρτο Σόρντι δίνουν τα ρέστα τους, στους ρόλους δυο φαντάρων, που προσπαθούν να λουφάρουν.
Η δεκαετία του ’60 θα συνεχιστεί το ίδιο δημιουργική (θα εντυπωσιάσει με το δραματικό φιλμ «Οι Σύντροφοι») ενώ θα συμμετάσχει και σε αρκετά σπονδυλωτά φιλμ με τους Φελίνι, Βισκόντι, Ετόρε Σκόλα και Ντίνο Ρίζι, το άλλο ιερό τέρας της ιταλικής κωμωδίας.
Το 1966 θα γυρίσει την περίφημη καυστική σατιρική κωμωδία «Οι Γενναίοι του Μπρανκαλεόνε», που τοποθετείται στην εποχή των Σταυροφοριών, με έναν απίστευτο Βιτόριο Γκάσμαν, στο ρόλο ενός ξεπεσμένου ιππότη, με γενναίο στόμα, καρδιά λέοντα και κούνελο πολεμιστή, ο οποίος ηγείται μίας αξιοθρήνητης ομάδας ετερόκλητων χαρακτήρων.
Εντιμότατοι Φίλοι
Η δεκαετία του ’70 θα συνεχιστεί εντυπωσιακά. Μερικές μόνο από τις επιτυχίες του είναι οι κωμωδίες «Έλα Σπίτι να Γνωρίσεις τη Γυναίκα μου», με Ούγκο Τονιάτσι και Ορνέλα Μούτι, «Θέλουμε τους Κολονέλους», πάλι με Τονιάτσι, «Μια Ιταλίδα στη Νέα Υόρκη», με τη Σοφία Λόρεν.
Το 1977 θα σκηνοθετήσει με μαεστρία το δράμα «Ο Ανθρωπάκος», που θα χαρίσει στον Αλμπέρτο Σόρντι μία εντυπωσιακή ερμηνεία, ενώ δύο χρόνια πριν θα μας προσφέρει μία από τις κλασικότερες κωμωδίες όλων των εποχών, τους «Εντιμότατους Φίλους».
Μία ξεκαρδιστική ταινία για μια παρέα μεσήλικων, που δεν λέει να ενηλικιωθεί, κάνοντας πλάκα με κάθε κόστος, με τους ήρωές του να προσπαθούν να ξεχάσουν τα προσωπικά τους αδιέξοδα. Συγκλονιστικός ο Ούγκο Τονιάτσι, υπέροχοι οι Φιλίπ Νουαρέ, Αντόλφο Τσέλι, Γκαστόν Μοσκίν.
Μάριο Μονιτσέλι: Ο πατριάρχης της ιταλικής κωμωδίαςΟ Μάριο Μονιτσέλι, που σκηνοθετούσε μέχρι τα βαθιά του γεράματα, μας άφησε περισσότερες από 70 ταινίες, πολλές απ’ τις οποίες -ειδικά στους νεότερους- είναι άγνωστες.
Κάποιες απ’ αυτές δεν έχουν την ίδια αξία με τις προαναφερόμενες, αλλά έχουν αυτή τη μοναδική μαγεία, το άγγιγμα ενός αυθεντικού καλλιτέχνη, ενός ανυπότακτου ιδεολόγου, που δεν κρύφτηκε ποτέ και κυρίως στάθηκε δίπλα στον λαό, χαρίζοντάς του γέλιο και στιγμές ψυχικής ανάτασης, κάτι το οποίο σήμερα αναδεικνύεται ως το πολυτιμότερο αγαθό.
Πηγή: Μάριο Μονιτσέλι: Ο πατριάρχης της ιταλικής κωμωδίας | Cityportal.gr
Του Ανταίου Χρυσοστομίδη για την Αυγή της 5/12/2010
Γύρισε την τελευταία ταινία του, το 2006, στα 91 του χρόνια. Δεν ήταν μια ξεκούραστη ταινία, δεν ήταν μια ταινία δωματίου, το αντίθετο: ήταν μια αντιπολεμική ταινία που διαδραματιζόταν σε στρατόπεδο στη Λιβύη. Ήταν ένα παλιό του σχέδιο, ήθελε να συνδέσει εκείνον τον περίφημο «Μεγάλο πόλεμο» (Σόρντι, Γκάσμαν, Μάνγκανο) που μιλούσε για το σφαγείο του Α' Παγκόσμιου πολέμου με μια ταινία που θα μιλούσε για το σφαγείο του Β' Παγκόσμιου πολέμου. Η ταινία, τα Ρόδα της ερήμου (Πλάτσιντο, Παζότι) δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα, όπως δεν έρχονται πια παρά σπάνια ιταλικές ή γαλλικές ταινίες. Στην Ιταλία, όμως, όλη η κριτική παραδέχτηκε ότι, παρά την ηλικία του, ο Μάριο Μονιτσέλι έκανε πάλι το θαύμα του: «το μόνο που στην ταινία δείχνει την ηλικία του είναι το γεγονός ότι ο Μονιτσέλι πηγαίνει κατ' ευθείαν στην καρδιά των πραγμάτων, χωρίς να χασομερεί»
έγραφε ο Πάολο Μερεγκέτι, κινηματογραφικός κριτικός της Corriere della Sera.
Την εβδομάδα που μας πέρασε ο Μάριο Μονιτσέλι αποφάσισε ότι ήθελε να φύγει από τη ζωή όπως έζησε: όρθιος, δραστήριος, με όλες τις διανοητικές του δυνάμεις ανέπαφες. Και σκηνοθέτησε τον θάνατό του, σε ηλικία 95 ετών, πέφτοντας από το μπαλκόνι ενός νοσοκομείου. Άλλωστε όλοι οι καλοί του φίλοι είχαν φύγει: ο Τοτό, ο Γκάσμαν, ο Σόρντι, ο Μαστρογιάνι, ο Τονιάτσι, οι συνοδοιπόροι στον χώρο της ιταλικής κωμωδίας Πιέτρο Τζέρμι και Ντίνο Ρίζι. Ακόμα και ο Ντίνο ντε Λαουρέντις, ο παραγωγός του «Μεγάλου πολέμου», έφυγε, επίσης σε μεγάλη ηλικία, πριν από λίγο καιρό. Από ολόκληρο το ιταλικό σινεμά που αγαπήσαμε, που αγάπησε κι ο ίδιος, είχε μείνει τελευταίος αυτός.
Ο Μονιτσέλι γύρισε 42 ταινίες μεγάλου μήκους και 14 μικρού (ντοκιμαντέρ ή συμμετοχές σε συλλογικές ταινίες). Κανένας άλλος σκηνοθέτης (εκτός ίσως από κάποιους Αμερικανούς που όμως εκτελούσαν διαταγές των στούντιο και δεν διάλεγαν τα θέματά τους) δεν γύρισε τόσο πολλές και τόσο διαφορετικές μεταξύ τους ταινίες. Από το 1934 μέχρι το 2006 μπόρεσε να περιγράψει, συνήθως με κωμικό αλλά συχνά και με δραματικό τρόπο, εβδομήντα χρόνια ιταλικής ιστορίας!
Εντυπωσιακός και ο αριθμός των επιτυχιών του. Ας θυμηθούμε μερικές. Ο Τοτό ψάχνει σπίτι, συν-σκηνοθεσία με τον Στένο, φίλο με τον οποίο ξεκίνησε την κινηματογραφική του καριέρα. Από τις καλύτερες φαρσοκωμωδίες του Τοτό (1949). Κλέφτες κι αστυνόμοι, με τον Τοτό και τον Άλντο Φαμπρίτσι, και σε σενάριο του σπουδαίου συγγραφέα Βιταλιάνο Μπρανκάτι (1951). Ο κλέψας του κλέψαντος, από τις καλύτερες κωμωδίες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου (και αρυτίδωτη ακόμα και σήμερα) με τη μισή εθνική κωμικών Ιταλίας: Τοτό, Μαστρογιάνι, Γκάσμαν, Σαλβατόρε, Καρντινάλε (1958). Ο μεγάλος πόλεμος, ταινία όπου το δράμα αφήνει κάθε τόσο περιθώρια και στο γέλιο, με τους Γκάσμαν, Σόρντι και Σιλβάνα Μάνγκανο (1959). Οι σύντροφοι, από τις πιο πολιτικές ταινίες του σκηνοθέτη (ο ίδιος δήλωνε πάντα σοσιαλιστής), με τους Μαστρογιάνι, Σαλβατόρι και Αννί Ζιραρντό (1963). Οι γενναίοι του Μπρανκαλεόνε, ταινία-θρύλος για την εποχή της με έναν αμίμητο Γκάσμαν που δεν άφηνε τίποτα όρθιο στη σάτιρά της κατά της εκκλησίας, των αγίων τόπων κ.ο.κ. (1966). Το κορίτσι με το πιστόλι, η ταινία που σήμανε τη στροφή της Μόνικα Βίτι στην κωμωδία. Εδώ σατιρίζονται όλοι οι κωδικοί περί τιμής και παρθενίας του ιταλικού Νότου (1968). Θέλουμε τους συνταγματάρχες, ταινία εμπνευσμένη από το πραξικόπημα στην Ελλάδα, με τον Τονιάτσι (1973). Έλα στο σπίτι να γνωρίσεις τη γυναίκα μου (όπως μεταφράστηκε στην Ελλάδα το εξαιρετικά ευαίσθητο και χαμηλόφωνο Romanzo popolare) όπου ένας πενηντάρης Ούγκο Τονιάτσι παντρεύεται την εικοσάρα Ορνέλα Μούτι (1974). Οι εντιμότατοι φίλοι μου, άλλη θρυλική ταινία, από τις καλύτερες κωμωδίες που έχουν γυριστεί ποτέ. Το σενάριο ήταν του Τζέρμι ο οποίος δεν πρόλαβε να το γυρίσει, κι έτσι το σκηνοθέτησε ο Μονιτσέλι. Είναι κανένας που δεν θυμάται τους ηθοποιούς; Τονιάτσι, Νουαρέ, Μοσκίν, ντελ Πρέτε, Μπλιέ (1975). Το επεισόδιο με τον Αλμπέρτο Σόρντι που δεν ξέρει τι να κάνει έναν τραυματία νυχτιάτικα στη Ρώμη, από την ταινία Τα νέα τέρατα (1977). Ο ανθρωπάκος, όπως παίχτηκε στην Ελλάδα το Ένας μικρός μικρός αστός, δυνατό δράμα με θέμα την τρομοκρατία και την προσωπική απόδοση δικαιοσύνης, με έναν καταπληκτικό Αλμπέρτο Σόρντι (1977).
Κι άλλες επιτυχίες, που όμως δεν ήρθαν ποτέ στην Ελλάδα: Ο μαρκήσιος ντελ Γκρίλο πάλι με τον Σόρντι (1981), Ας ελπίσουμε να είναι κορίτσι (1986) με τις Λιβ Ούλμαν, Κατρίν Ντενέβ και Στεφανία Σαντρέλι, μια καθαρά «γυναικεία» ταινία. Συγγενείς ερπετά, εκπληκτική πικρή κωμωδία που δείχνει τη χαλάρωση των παραδοσιακών οικογενειακών σχέσεων και την αντικατάστασή τους από την τυπικότητα και το συμφέρον (1992). Και τα Ρόδα της ερήμου ταινία στην οποία οι άνθρωποι εξακολουθούν να πεθαίνουν σ' έναν πόλεμο παρότι δεν είναι πια ανίδεα ανθρωπάκια, όπως ήταν στον «Μεγάλο πόλεμο». Στην μπερλουσκονική Ιταλία της ευμάρειας, της κοινωνικής αναισθησίας και της θρησκείας του χρήματος, ο γέρο-Μονιτσέλι διάλεξε να κλείσει την καριέρα του μιλώντας για κάποιες παλιές, σχεδόν ξεχασμένες, πανανθρώπινες αξίες.
Ο ίδιος ο Μονιτσέλι έλεγε ότι η «κομέντια αλ' ιταλιάνα» δεν ήταν κάτι που ξεκίνησε τη δεκαετία του '50, με τον ίδιο, τον Τζέρμι και τον Ρίζι. Έβλεπε τις ρίζες της στον μεσαίωνα, στον Βοκάκιο και στον Μακιαβέλι, στην κομέντια ντελ άρτε. «Η ιταλική κωμωδία γελάει και κάνει τους άλλους να γελούν με θέματα κάθε άλλο παρά κωμικά, θέματα συχνά δραματικά», έλεγε σε μια συνέντευξή του πριν από λίγα χρόνια. «Σε μια πραγματική κομέντια αλ ιταλιάνα δεν υπάρχει ποτέ ευτυχές τέλος, ο πρωταγωνιστής πάντα αποτυχαίνει. Κατά τη διάρκεια της αφήγησης υπάρχει πάντα κάτι δυσάρεστο, κάτι το συγκινητικό, κάποιος θα πεθάνει, όλα όμως τα γεγονότα δίνονται με χιούμορ. Αυτός ο τρόπος αφήγησης έρχεται από τον Βοκάκιο: ορισμένα από τα διηγήματα του Δεκαήμερου είναι τρομερά και αναπτύσσονται σε ένα μακάβριο περιβάλλον, σε μια περίοδο όπου απλωνόταν η πανούκλα».
Ο Μονιτσέλι δεν υπήρξε ποτέ του Αντονιόνι ή Φελίνι ή Γκοντάρ. Δεν άνοιξε καινούργιους δρόμους στην τέχνη του κινηματογράφου, δεν πειραματίστηκε, δεν λάτρεψε τις κινηματογραφικές αίθουσες που απευθύνονται σε λίγους ειδήμονες, δεν ντύθηκε ποτέ τον περισσότερο ή λιγότερο βαρύγδουπο μανδύα του «δημιουργού». Πάντα είχε στο νου του να πλησιάσει το πλατύ κοινό, να κάνει έναν έντιμο, σοβαρό, λαϊκό κινηματογράφο. Πάλεψε με όλα σχεδόν τα μεγάλα θέματα της εποχής μας: μίλησε για τη φτώχεια, για τη φιλία, για τη θέση της γυναίκας, για τα γηρατειά, για την οικογένεια, τη θρησκεία, τη σεξουαλικότητα, την ανεργία, την τρομοκρατία, την καθυστέρηση, την κοινωνική υποκρισία και αδικία. Και τα χειρίστηκε με χιούμορ αλλά και με απέραντη πικρία. Η ανεμελιά δεν είναι χαρακτηριστικό των σοφών ανθρώπων, κι αυτός ο 95χρονος υπήρξε πάντα σοφός.
Πηγή: Μάριο Μονιτσέλι: Ο κύριος κομέντια αλ ιταλιάνα (tvxs.gr)
Fellini, Monicelli e Moretti nel 1986
Nel 2002, Monicelli con Alberto Sordi all' Università Iulm durante la cerimonia di consegna lauree ad honorem (Agf)