Η Αρκάντζελα Φελίτσε Ασούντα Βερτμίλερ φον Ελγκ Εσπανιόλ φον Μπραουάιχ (ιταλ.: Arcangela Felice Assunta Wertmüller von Elgg Español von Braueich, 14 Αυγούστου 1928- 9 Δεκεμβρίου 2021 ), γνωστή ως Λίνα Βερτμίλερ (ιταλ.: Lina Wertmüller), ήταν Ιταλίδα σκηνοθέτρια, σεναριογράφος και συγγραφέας. Είναι κυρίως γνωστή για την δουλειά της στον κινηματογράφο, αλλά ασχολήθηκε εκτεταμένα με το θέατρο και την τηλεόραση. Οι ταινίες της χαρακτηρίζονται από μακροσκελείς τίτλους, πολιτικό περιεχόμενο, χιουμοριστικά στοιχεία και έντονο ερωτισμό.
Η Βερτμίλερ αναδείχθηκε ως μία από τις πλέον καταξιωμένες και αμφιλεγόμενες σκηνοθέτες της δεκαετίας του 1970, αλλά η επιτυχία της περιορίστηκε στην περίοδο αυτή. Το 1972 ήταν η πρώτη γυναίκα υποψήφια στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών για την ταινία Μίμης ο σιδεράς (1972) και το 1976 έγινε η πρώτη γυναίκα που απέσπασε υποψηφιότητα Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας για την ταινία Ο Πασκουαλίνο και οι 7 καλλονές (1975). Άλλες σημαντικές ταινίες της είναι οι Ιστορία έρωτα και αναρχίας (1973) και Η κυρία και ο ναύτης (1974). Το 2019 έλαβε Τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της προσφοράς της στον χώρο του κινηματογράφου. Απεβίωσε σε ηλικία 93 ετών στις 9 Δεκεμβρίου 2021.
Η Βερτμίλερ γεννήθηκε το 1928 στην Ρώμη. Οι γονείς της ήταν οι Φεντερίκο Βερτμίλερ, δικηγόρος στο επάγγελμα, και Μαρία Σανταμαρία-Μαουρίτσιο. Η Βερτμίλερ έχει καταγωγή από την Ελβετία, καθώς, στις αρχές του 19ου αιώνα, ένας πρόγονος από τη μεριά του πατέρα της είχε εγκαταλείψει τη χώρα και είχε εγκατασταθεί στη Νάπολη μετά τη φόνευση του αντιπάλου του σε μονομαχία.
Η Βερτμίλερ ήταν ιδιαίτερα αντιδραστική σαν έφηβη, με αποτέλεσμα να αποβληθεί από τουλάχιστον δεκαπέντε καθολικά σχολεία. Στα μαθητικά της χρόνια γνώρισε την Φλόρα Καραμπέλα, μετέπειτα ηθοποιό και σύζυγο του Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι. Σύμφωνα με την ίδια, κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο πατέρας της προστάτευε παρτιζάνους και έκρυβε μια οικογένεια Εβραίων στο σπίτι του.
Το 1951, η Βερτμίλερ αποφοίτησε από την Εθνική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης Σίλβιο Ντ' Αμίκο.
Μέχρι και τις αρχές της δεκαετίας του 1960, η Βερτμίλερ εργάστηκε στο θέατρο σαν ηθοποιός, αναλαμβάνοντας επίσης την σκηνοθεσία και τη συγγραφή. Ασχολήθηκε επίσης με το κουκλοθέατρο, διασκευάζοντας έργα του Φραντς Κάφκα και άλλων συγγραφέων. Κατά την περίοδο αυτή γνώρισε τον Τζιανκάρλο Τζιανίνι, ο οποίος θα πρωταγωνιστούσε αργότερα σε πολλές από τις ταινίες της. Η πορεία της Βερτμίλερ στον κινηματογράφο ξεκίνησε ως βοηθός σκηνοθετών. Μεταξύ αυτών ήταν ο Φεντερίκο Φελίνι, με τον οποίο συνεργάστηκε στο περίφημο 8½ (1963). Ανέπτυξαν μια πολυετή φιλία και, σύμφωνα με την ίδια, η επαφή της με τον Φελίνι κατέστη καθοριστικής σημασίας για την ενασχόλησή της με τον κινηματογράφο: «Τότε γνώρισα τον Φελίνι... και από τότε άλλαξαν όλα. Είδα έναν τρόπο να κάνεις ταινίες, που έμεινε μέσα μου για πάντα».
Το 1963 προβλήθηκε το κινηματογραφικό της ντεμπούτο, I basilischi, που απεικονίζει την ληθαργική ζωή της νεολαίας σε μια μικρή πόλη της Νοτίου Ιταλίας. Με την ταινία αυτή, η Βερτμίλερ έγινε δεκτή από τους Ιταλούς κριτικούς ως ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του ιταλικού κινηματογράφου. Ακολούθησε η πρώτη της δουλειά στην τηλεόραση, η κωμική σειρά Il giornalino di Gian Burrasca (1964-1965). Τα επόμενα χρόνια, η Βερτμίλερ σκηνοθέτησε και έγραψε τρεις ταινίες, ενώ συνέχισε να δημιουργεί για το θέατρο, συχνά σε συνεργασία με τον Φράνκο Τζεφιρέλι και τον άντρα της, Ενρίκο Γιομπ. Ασχολήθηκε επίσης με το ραδιόφωνο.
Με τη σύμπραξη του Τζιανκάρλο Τζιανίνι, ίδρυσε την εταιρεία παραγωγής ταινιών Liberty Films. Στην πέμπτη της ταινία, Μίμης ο σιδεράς (1972), ο Τζιανίνι υποδύεται έναν εργάτη από τη Σικελία, ο οποίος βρίσκεται μπλεγμένος με την Μαφία. Η ταινία εδραίωσε την Βερτμίλερ σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς τέθηκε σε υποψηφιότητα για τον Χρυσό Φοίνικα και είχε αξιοσημείωτη επιτυχία στους αμερικανικούς κινηματογράφους.
Ακολούθησε η Ιστορία έρωτα και αναρχίας (1973), που διηγείται το εγχείρημα ενός αναρχικού να δολοφονήσει, με την βοήθεια μία πόρνης, τον Μπενίτο Μουσολίνι. Η ταινία προτάθηκε για τον Χρυσό Φοίνικα και ο Τζιανκάρλο Τζιανίνι απέσπασε το Βραβείο Ανδρικού Ρόλου.
Το 1974 προβλήθηκαν δύο ταινίες της Βερτμίλερ, με προεξέχουσα την Η κυρία και ο ναύτης, μια κωμωδία στην οποία ένας φτωχός ναύτης και μια υπεροπτική πλούσια κυρία ναυαγούν σε ένα μικρό νησί. Η ταινία, παρότι έλαβε καλές κριτικές, προκάλεσε αντιδράσεις για υποτιθέμενο μισογυνιστικό περιεχόμενο.
Ο Πασκουαλίνο και οι 7 καλλονές (1975) είναι η διασημότερη ταινία της Βερτμίλερ. Ο πρωταγωνιστής προσπαθεί να επιβιώσει εν μέσω του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, αρχικά πολεμώντας για την Φασιστική Ιταλία και αργότερα ως αιχμάλωτος σε ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η ταινία αυτή είχε μεγάλη εισπρακτική επιτυχία και έλαβε υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας και Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου για την Βερτμίλερ, Όσκαρ Α' Ανδρικού Ρόλου για τον Τζιανίνι και Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας. Έτσι, η Βερτμίλερ έγινε η πρώτη γυναίκα που προτείνεται για το Όσκαρ Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Πάντως, υπήρξαν πολλές αρνητικές κριτικές, κυρίως αναφορικά με μισογυνιστικές απόψεις και την ανακριβή απεικόνιση των συνθηκών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Η επιτυχία των τελευταίων αυτών ταινιών ώθησε την Warner Bros. να προσφέρει στην Βερτμίλερ ένα συμβόλαιο για τέσσερις ταινίες στην αγγλική γλώσσα. Η Μια νύχτα γεμάτη βροχή (1978) ήταν υποψήφια για την Χρυσή Άρκτο στο Διεθνές Φεστιβάλ του Βερολίνου, αλλά δεν είχε την αναμενόμενη ανταπόκριση, με αποτέλεσμα η Warner Bros. να διακόψει το συμβόλαιο. Γενικά οι επόμενες ταινίες της Βερτμίλερ δεν γνώρισαν την επιτυχία των προηγούμενων εγχειρημάτων της, με μοναδική εξαίρεση την Καμόρα (1986), που προτάθηκε για Χρυσή Άρκτο και απέσπασε τρία Βραβεία Νταβίντ ντι Ντονατέλο και τέσσερα Βραβεία Νάστρο ντ' Αρτζέντο. Παράλληλα, συνέχισε να κάνει δουλειές στο θέατρο, όπως η παραγωγή της Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ, το 1986, η οποία έλαβε πολύ καλές κριτικές.
Τις δεκαετίες του 1990 και 2000, η Βερτμίλερ σκηνοθέτησε και έγραψε αρκετές κινηματογραφικές ταινίες, όπως η Sabato, domenica e lunedì (1990), με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν, η οποία προτάθηκε για Χρυσό Χιούγκο στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Σικάγου. Τα τελευταία χρόνια, η Βερτμίλερ ασχολείται κυρίως με την τηλεόραση και το θέατρο. Η πιο πρόσφατη ταινία της είναι η Roma, Napoli, Venezia... in un crescendo rossiniano (2014), ένα τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ μικρού μήκους για τον Τζοακίνο Ροσίνι.
Η συνεργασία της Βερτμίλερ με τον Φελίνι επηρέασε σημαντικά το κινηματογραφικό στιλ της, το οποίο έχει χαρακτηριστεί «φαντασμαγορικό, ερωτικό, κομικό, τραγικό, προβοκατόρικο».
Πηγή: Λίνα Βερτμίλερ - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Σκηνοθεσία
| ||
Σεναριογράφος-Συγγραφέας
| ||
Ηθοποιός
|
Πηγή: Lina Wertmüller - IMDb
Οι ταινίες της σπουδαίας Λίνα Βερτμίλερ είχαν νόημα και πλάκα και στυλ. Ήταν τα ιταλικά '70s με πολιτική. Σάτιρες που συνέχιζαν την παράδοση της μεγάλης σχολής κωμωδίας της χώρας. Ένα όχημα για το ταλέντο του Τζιανκάρλο Τζιανίνι. Και μια λεωφόρος για τη γυναικεία φωνή στο σινεμά.
Θοδωρής Κουτσογιαννόπουλος 10.12.2021
Λάτρης των μιούζικαλ των Αστέρ και Ρότζερς και του σινεμά του Λιούμπιτς και του Κιούκορ, τρελαμένη με τα κόμικ, και ειδικά με τον Φλας Γκόρντον, που διάβαζε από τα 6 της μέχρι την εφηβεία (με κίνδυνο να αποβλακωθεί, όπως έλεγε η ίδια), η μικρή Λίνα ήταν ένα κορίτσι που δεν ήθελε τίποτε άλλο από τα διασκεδάζει και να κάνει παρέα με χαμογελαστούς ανθρώπους, πιο συγκεκριμένα «με ευτυχισμένους ανθρώπους που είχαν πολύ σοβαρά προβλήματα».
Η κινηματογραφική της αγωγή καθορίστηκε από το δίπολο της αγάπης της για τις μαριονέτες και το ενδιαφέρον της για το βαρύ θέατρο της δεκαετίας του '50.
Νονός της, ο Φεντερίκο Φελίνι. Τη συμβούλευσε να μάθει να διηγείται ιστορίες, αλλιώς η τεχνική από μόνη της δεν θα την οδηγήσει πουθενά. Μυήθηκε στη μαγεία του ως βοηθός σκηνοθέτη στο 8½ και γύρισε το ντεμπούτο της την ίδια χρονιά, το I Basillischi του 1963, στα πρότυπα των Βιτελλόνων.
Κι ενώ στα '60s προπονήθηκε στην κάμερα, φτιάχνοντας ακόμη και σπαγκέτι γουέστερν, οι 4 ταινίες της σε ισάριθμα χρόνια, από το 1972 ως το 1976, αφήνουν μια σπουδαία παρακαταθήκη, με πρωταγωνιστή πάντα τον δικό της Μαστρογιάνι, τον Τζιανκάρλο Τζιανίνι, έναν everyman που χρησιμοποίησε για να εκλύσει το μοναδικό τραμπάλισμα βερμπόζας πολιτικής σάτιρας και φεμινιστικού χιούμορ, που πολλοί παρεξήγησαν στην εποχή της και, ευτυχώς, πολλοί περισσότεροι απόλαυσαν, όπως έδειξε η εξαιρετικά επιτυχημένη πορεία των ταινιών της, κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και στις ΗΠΑ, αφού υπήρξε η πρώτη γυναίκα που προτάθηκε, το 1977, για Όσκαρ σκηνοθεσίας.
Η Βερτμίλερ φέρνει σε μετωπική, παροξυσμική σύγκρουση τον έρωτα με την πολιτική και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο γάμος του ατομικού συναισθήματος με το συλλογικό καθήκον δεν θα είναι ποτέ ρόδινος.
Ο Μίμης ο Σιδεράς ήταν ένας φτωχός εργάτης που αναγκάζεται να εγκαταλείψει δουλειά και οικογένεια και τη Σικελία του για να αναζητήσει ένα καλύτερο μέλλον στο Τορίνο, ένας «εν τιμή πληγωμένος» άνδρας και εκ των περιστάσεων κομμουνιστής, που έρχεται αντιμέτωπος με ιδανικά και ιδεολογίες που ούτε είχε τολμήσει να φανταστεί και μπλέκει σε καταστάσεις που η Βερτμίλερ επινοεί σε ένα οδοιπορικό πλήρως ανανεωτικό της ευρύτερης έννοιας της commedia all’ italiana.
Η Κυρία και ο Ναύτης είναι το απόλυτο ταξικό της μανιφέστο, μια κωμωδία φύλων και τρόπων ανάμεσα σε μια πλούσια στρίγκλα κι έναν υπηρέτη σκίπερ (Μαριάντζελα Μελάτο και Τζιανίνι), πικρόχολο και πολύ αστείο σχόλιο για ένα υποταγμένο αρσενικό που νομίζει πως επαναφέρει τους ρόλους σε τάξη, έως ότου η γεμάτη ένταση και φωνές αναγκαστική τους συγκατοίκηση σε ένα έρημο νησί τερματισθεί άδοξα και τους προσγειώσει στον ρεαλισμό.
Η Βερτμίλερ δεν κατάλαβε ποτέ πώς η Μαντόνα «με επώνυμο Τσικόνε, ιταλική κουλτούρα, μέτρια φωνή αλλά κατά τ’ άλλα μεγάλο ταλέντο, δεν είχε ιδέα κι έκανε τέτοιο κακέκτυπο», σχολιάζοντας το remake του 2002, με τη μερική υπογραφή του τότε συζύγου της Γκάι Ρίτσι. Φυσικά, δεν έπιασε ποτέ το χιούμορ...
Ο Πασκουαλίνο και οι 7 Καλλονές, ίσως το αριστούργημά της, είναι η ιστορία ενός αποστάτη, ισόβιου «δραπέτη» και αυτοσχέδιου Καζανόβα, που γλιτώνει από τις 7 αδελφές του και τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Ανάμεσα σε καρικατούρα και συγκινητικό poster boy επιβίωσης και ανθεκτικότητας, ο Τζιανίνι δίνει τα ρέστα του σε ερμηνεία ζωής, διότι κουβαλά επάξια την περιπέτεια που έχει η Βερτμίλερ στα χαρτιά της και τη διαλυμένη εικόνα του φαλλοκράτη καιροσκόπου/φτωχοδιάβολου που έχει στο μυαλό της. Είναι ο απόλυτα στραπατσαρισμένος μορφονιός, επιδέξιος και σβέλτος καταλύτης της πλοκής, καθώς και μοχλός της Βερτμίλερ για να αναδείξει τον φεμινισμό διά του παρηκμασμένου, γελοίου, ανήμπορου κληρονόμου της κραταιάς πατριαρχίας.
Ο φελινισμός, η ανένταχτη φύση και η πληθωρικότητά των απόψεών της εκδηλώθηκαν διάπλατα στην Ιστορία Έρωτα και Αναρχίας, την ιλαροτραγική, ιερή αποστολή ενός άμπαλου, επίδοξου αναρχικού στη φωλιά των φασιστών, του Τονίνο που θέλει να σκοτώσει τον Ντούτσε και παριστάνει τον εξάδελφο μιας επίσης αναρχικής πόρνης, σε έναν συμβολικό, συχνά σπαρταριστό οίκο ανοχής. Η Βερτμίλερ φέρνει σε μετωπική, παροξυσμική σύγκρουση τον έρωτα με την πολιτική και καταλήγει στο συμπέρασμα πως ο γάμος του ατομικού συναισθήματος με το συλλογικό καθήκον δεν θα είναι ποτέ ρόδινος.
Το ότι ποτέ δεν ξεχνούσε τους χαρακτήρες και το story στις ευδιάκριτα στυλιζαρισμένες της κινηματογραφικές καταθέσεις αριστερών αποκλίσεων ίσως να την έκανε τόσο αγαπητή στους Αμερικανούς, με τους οποίους ωστόσο ποτέ δεν τα βρήκε επαγγελματικά, αφού η αμέσως επόμενη ταινία της, το Μια Νύχτα Γεμάτη Βροχή, με την Κάντις Μπέργκεν και φυσικά με τον Τζιανίνι, απέτυχε παταγωδώς και η Warner διέκοψε απότομα το πολυετές συμβόλαιο που είχε υπογράψει μαζί της.
Της πήρε 35 χρόνια για να ομολογήσει πως έκανε τα πάντα για να βρει τρόπο να ζήσει μια ζωή πέρα από το σινεμά και όταν συνειδητοποίησε πως δεν μπορεί χωρίς αυτό, υπέκυψε στην έξη της. Η Οργισμένη Ωδή (Canzone Arrabbiata), που έγραψε, σε μουσική Νίνο Ρότα, θα μπορούσε να είναι η διαθήκη της.
Άδω γι' αυτούς χωρίς τυχερό Άδω για μέ Άδω στο φεγγάρι από θυμό κόντρα σε σέ Κόντρα στον πλούσιο που δεν τ’ εκτιμά που την αλήθεια δεν κοιτά’Βαδίζω και άδω γιατ’ η οργή θε να με φα’.
Πηγή: Λίνα Βερτμίλερ (1928-2021): Ιστορίες έρωτα και κινηματογραφικής αναρχίας | LiFO
Οι ελληνικοί τίτλοι των πιο διάσημων ταινιών της Λίνα Βερτμίλερ, όπως ο «Μίμης ο Σιδεράς» και η «Κυρία και ο Ναύτης», ασκούσαν μια περίεργη υπο-λούμπεν γοητεία μέσα στο κλίμα βαριάς πολιτικοποίησης της μεταπολίτευσης.
του Δημήτρη Πολιτάκη
«ΣΗΜΕΡΑ ΤΟ ΠΡΩΙ στις δέκα, στην οδό Ανθέων, σε γνωστό οίκο ανοχής…» είναι η φράση με την οποία αρχίζει και τελειώνει, αλλά επίσης και η φράση που αποτελεί τον εναλλακτικό τίτλο της ταινίας «Ιστορία Έρωτα και Αναρχίας», μιας από τις τρεις-τέσσερις πιο γνωστές από τις φαινομενικά άπειρες που είχε γυρίσει η Λίνα Βερτμίλερ, η οποία πέθανε χθες στα 93 της έχοντας εξασφαλίσει μια σειρά από εντυπωσιακές πρωτιές στη μακρόχρονη καριέρα της.
Ήταν η πρώτη γυναίκα που προτάθηκε ποτέ για το Όσκαρ σκηνοθεσίας (για την ταινία «Ο Πασκουαλίνο και οι επτά καλλονές» του 1977) και μόλις η μία από τις επτά που έχουν κερδίσει μια τέτοια υποψηφιότητα μέχρι σήμερα.
Και για να μην ξεχνάμε πόσο πρόσφατη είναι αυτή η ιστορία, οι υπόλοιπες είναι η Τζέιν Κάμπιον («Μαθήματα Πιάνου», 1993), η Σοφία Κόπολα («Χαμένοι στη Μετάφραση», 2003), η Κάθριν Μπίγκελοου («The Hurt Locker», 2009), η Γκρέτα Γκέργουικ («Lady Bird», 2017) και πέρσι η Έμεραλντ Φένελ («Promising Young Woman») και η Κλόι Ζάο («Nomadland») που το σήκωσε.
Η Λίνα Βερτμίλερ ήταν επίσης η δεύτερη σκηνοθέτρια που έχει τιμηθεί (πρόπερσι) με το Τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της στο προσφοράς της στο σινεμά – η πρώτη ήταν η τρισμέγιστη Ανιές Βαρντά, έναν χρόνο πριν.
Ήταν πραγματικά ζήτημα ζωής και θανάτου το σινεμά και πολύ σκληρές οι ιδεολογικές κόντρες με φόντο την μεγάλη οθόνη στα ‘70s, πλέον όμως δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητούμε τις ευγενείς προθέσεις της πρώτης σκηνοθέτριας που μάθαμε ποτέ.
Ομολογώ ότι μου είχαν φανεί κάπως ακατανόητες τέτοιες τιμές και τόση αναγνώριση για το έργο μιας δημιουργού που στο μυαλό μου είχε τραυματικά συνδεθεί με μια σειρά από αλύπητα ελευθεριακές σάτιρες ηθών που έμοιαζαν να ευδοκιμούν στη βαρέως τύπου πολιτικοποίηση των ‘70s, όπως ο «Μίμης ο Σιδεράς» και η «Κυρία και ο Ναύτης», παρότι βεβαίως οι ελληνικοί τίτλοι ασκούσαν μια περίεργη υπο-λούμπεν γοητεία. Το γεγονός ότι η δεύτερη έγινε ένα προβλέψιμα κακόγουστο ριμέικ με πρωταγωνίστρια τη Μαντόνα σίγουρα δεν βοήθησε.
Για πάρα πολλά χρόνια όμως η Λίνα Βερτμίλερ (που προς τιμήν της είχε στωικά δεχτεί επιθέσεις κι από φαλλοκράτες κι από φεμινίστριες, κι από δεξιούς κι από αριστερούς) ήταν η μοναδική, ίσως, διάσημη σκηνοθέτρια στον πλανήτη, όσο περίεργο κι αν φαίνεται αυτό σήμερα.
Καθόλου λίγο, ειδικά για μια δημιουργό που είχε καταφέρει να στήσει το δικό της καθεστώς στη μεγάλη οθόνη και μάλιστα με τους δικούς της όρους. «Ήταν η πρώτη σκηνοθέτρια που ήξερα το όνομά της», όπως ακριβώς είπε χθες αποχαιρετώντας την ο Ταραντίνο, ο οποίος μας υπενθύμισε επίσης ότι υπήρξε η μοναδική γυναίκα που σκηνοθέτησε ποτέ σπαγκέτι γουέστερν («The Belle Starr Story», 1968).
Παρότι «αναρχοσοσιαλίστρια», ήταν στα ’70s πολύ δημοφιλής και στην αμερικανική ιντελιτζένσια (πάντα συμπλεγματική απέναντι στην Ευρώπη) ως η επιτομή ενός ευρω-σοφιστικέ ήθους και μιας αορίστως ριζοσπαστικής και επιμελώς σκανταλιάρικης προδιάθεσης.
Υπήρξε βέβαια και ο αντίλογος, όπως μάλλον αυστηρά είχε εκφραστεί από την τότε κριτικό του περιοδικού Rolling Stone, Ellen Willis, η οποία είχε γράψει ότι οι ταινίες της «λειτουργούν σ’ ένα διπλό ταμπλό που επιτρέπει στους υψηλόφρονες να απολαμβάνουν τις πιο χαμερπείς προκαταλήψεις τους. Είναι μια μισογύνης που επενδύεται τον μανδύα της φεμινίστριας. Οικτίρει τις μάζες και αυτό το αποκαλεί ριζοσπαστισμό, χλευάζει την υπευθυνότητα και αυτό το αποκαλεί κωμωδία».
Ήταν πραγματικά ζήτημα ζωής και θανάτου το σινεμά και πολύ σκληρές οι ιδεολογικές κόντρες με φόντο την μεγάλη οθόνη στα ‘70s, πλέον όμως δεν υπάρχει λόγος να αμφισβητούμε τις ευγενείς προθέσεις της πρώτης σκηνοθέτριας που μάθαμε ποτέ.
Η ίδια κάποτε είχε συνοψίσει ως εξής το ιδεολογικό της credo: «Είμαι σοσιαλίστρια. Αγαπώ πολύ τους αναρχικούς παρότι γνωρίζω καλά ότι ο αναρχισμός αποτελεί ολοκληρωτική ουτοπία και μπορεί να έχει τρομακτικό πρόσωπο. Στην ουτοπική ιδεολογία του αναρχισμού βρίσκεται όμως το κλειδί της ανθρώπινης φύσης, της επιθυμίας δηλαδή του ανθρώπου να εξελιχθεί σε μια ελεύθερη και πολιτισμένη οντότητα. Η ελευθερία του καθενός μας πρέπει να τελειώνει εκεί που ξεκινά η ελευθερία του άλλου».
Πηγή: Λίνα Βερτμίλερ (1928-2021): Σκαμπρόζα κουλτουριάρα | LiFO