Ο Μιχαήλ Μπουλγκάκοφ ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Αφανάσι Μπουλγκάκοφ, καθηγητή της Θεολογικής Ακαδημίας του Κιέβου και της Βαρβάρας Μιχαήλοβνα του γένους Ποκρόβσκαγια.
Τα πρώτα χρόνιαΤο 1909 μετά το απολυτήριο του Α' Γυμνασίου Κιέβου εγγράφεται ως φοιτητής στο ιατρικό τμήμα τού Πανεπιστημίου τού Κιέβου. Το 1913 παντρεύεται για πρώτη φορά. Σύζυγός του γίνεται η Τατιάνα Νικολάγιεβνα Λάππα. Με το ξεκίνημα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου δηλώνεται εθελοντής γιατρός του Ερυθρού Σταυρού και βρίσκεται αμέσως στην πρώτη γραμμή όπου και τραυματίζεται βαριά τουλάχιστον δύο φορές. Το 1916 παίρνει το δίπλωμα ιατρικής και βρίσκει θέση ιατρού στην επαρχία στην περιοχή του Σμολένσκ για να κατασταλάξει αργότερα στην πόλη Βγιάσμα.
Τον Φεβρουάριο του 1919, κατά τη διάρκεια του Ρωσικού Εμφύλιου Πολέμου, ο Μπουλγκάκοφ κλήθηκε να υπηρετήσει ως γιατρός του Ουκρανικού Δημοκρατικού Στρατού. Μετά από μικρό διάστημα λιποτάκτησε και κατάφερε να ενσωματωθεί πάλι ως γιατρός στον Κόκκινο Στρατό. Τελικά ο Μπουλγκάκοφ κατέληξε στη Λευκή Φρουρά τής Νότιας Ρωσίας. Ένα διάστημα το πέρασε στους Κοζάκους στην Τσετσενία και αργότερα βρέθηκε στο Βλαντικαφκάς. Το μεγαλύτερο μέρος της οικογένειάς του βρέθηκε με το πέρας τού εμφυλίου πολέμου εξορία στο Παρίσι. Ο ίδιος έχασε την ευκαιρία να βρεθεί στο εξωτερικό για εργασία ως γιατρός παρά τα προσκλητήρια της γερμανικής και γαλλικής κυβέρνησης, καθώς εκείνο το διάστημα είχε αρρωστήσει από τύφο.
Γενικά η υγεία τού Μπουλγκάκοφ ήταν σε άσχημη κατάσταση από τα πολεμικά τραύματα. Για να απαλύνει τον συνεχή πόνο ειδικά στα κάτω μέρη τού σώματος άρχισε να παίρνει μόνος του ενέσεις μορφίνης. Με το πέρασμα των εβδομάδων, η εξάρτηση από την ουσία ολοένα και μεγάλωνε. Μετά κόπων κατάφερε να απεξαρτηθεί από τη ναρκωτική ουσία. Το βιβλίο του "Μορφίνη"( Морфий) που εκδόθηκε το 1926 περιγράφει την κατάσταση στην οποία βρισκόταν ο συγγραφέας εκείνη την περίοδο.
Στα τέλη τού Οκτωβρίου 1921 ο Μπουλγκάκοφ ήρθε στη Μόσχα και άρχισε να εργάζεται για διαφορές εφημερίδες ("Σειρήνα"(Гудок), "Ο Εργάτης"(Рабочий)) και περιοδικά ("Ο ιατρικός εργάτης" (Медицинский работник), "Ρωσία" (Россия), "Αναγέννηση" (Возрождение)). Αυτό το διάστημα θα δημοσιεύσει και σποραδικά διηγήματα στην εφημερίδα των εξόριστων στο Βερολίνο "Την προηγουμένη" (Накануне). Μεταξύ 1922 και 1926 η "Σειρήνα" θα εκτυπώσει πάνω από 120 ρεπορτάζ, δοκίμια και άρθρα του.
Το 1923 ο Μπουλγκάκοφ γίνεται μέλος της Πανρωσικής Ένωσης Συγγραφέων.
Το 1924 γνώρισε την Λιούμποβ Γιεβγκένγιεβνα Μπελοσέρσκαγια, την οποία και θα παντρευτεί ένα χρόνο μετά, αφού χώρισε από την πρώτη του σύζυγο. Το 1928 το ζεύγος ταξίδευσε στον Καύκασο και επισκέφτηκε τις πόλεις Τιφλίδα, Μπατούμι, Βλαντικαφκάς και Γκουντερμές. Την ίδια χρονιά ο συγγραφέας έχει τις πρώτες εμπνεύσεις για το "Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα" και ξεκινά τη συγγραφή ενός κομματιού για τον Μολιέρο με τον τίτλο "Η καμπαλά τών υποκριτών" (Кабала святош). Στη Μόσχα έκανε η πρεμιέρα το έργο "Η ερυθρά νήσος" (Багровый остров).
Το 1929 συναντά την Γιέλενα Σεργκέγιεβνα Σιλόβσκαγια, που το 1932 θα γίνει η τρίτη γυναίκα του και θα τον εμπνεύσει για τον ρόλο της Μαργαρίτας στο φημισμένο έργο του.
Ήδη από το 1927 η καριέρα του είχε αρχίζει να δέχεται τριγμούς καθώς οι κριτικοί τον θεωρούν πολύ αντισοβιετικό. Το 1930 η καριέρα του σταματά τελείως εξαιτίας της λογοκρισίας, τα έργα του Μπουλγκάκοφ δεν δημοσιεύονται πλέον και τα κομμάτια του εξαφανίζονται από το πρόγραμμα των θεάτρων. Σε επιστολές προς τον αδερφό τού Νικολάι που διαμένει στο Παρίσι, ο Μπουλγκάκοφ παραπονιέται για την αχάριστη για αυτόν κατάσταση και τις οικονομικές του δυσχέρειες. Το ίδιο διάστημα απευθύνθηκε και στην πολιτική ηγεσία της ΕΣΣΔ με την ικεσία παροχής είτε άδειας μετανάστευσης είτε εργασίας ως βοηθός σκηνοθέτη στο Θέατρο Τεχνών Μόσχας Τσέχωφ МХТ. Ο ίδιος ο Στάλιν, ο οποίος ήταν ενθουσιασμένος από το θεατρικό έργο "Οι Μέρες των Τουρμπίν" (Дни Турбиных), τηλεφώνησε στον Μπουλγκάκοφ και υποσχέθηκε βοήθεια. Ο συγγραφέας εργάστηκε το 1930 καταρχάς στο Κεντρικό Θέατρο τής Εργαζόμενης Νεολαίας TRAM και μετά ως το 1936 στο MXT στη θέση του βοηθού σκηνοθέτη. Το 1932 συνεργάστηκε στην παρουσίαση του έργου τού Γκόγκολ "Οι Νεκρές Ψυχές". Από το 1936 και μετά εργαζόταν στο Θέατρο Μπολσόι ως συγγραφέας Λιβρέτων και μεταφραστής.
Το 1939 εργαζόταν πάνω στο λιβρέτο "Ράσελ" (Рашель) και σε ένα κομμάτι εγκώμιο για τον Στάλιν το "Μπατούμ" (Батум), το οποίο, αντίθετα με τις προσδοκίες του συγγραφέα, απαγορεύτηκε να δημοσιευτεί και να ανέβει επί σκηνής. Εκείνο το διάστημα επιδεινώθηκε και η υγεία του ραγδαία. Οι γιατροί διέγνωσαν υπερτονική νεφροπάθεια, ασθένεια που είχε οδηγήσει και τον πατέρα του σε θάνατο. Ο Μπουλγκάκοφ ξεκίνησε τότε να υπαγορεύει στη γυναίκα του τις τελευταίες παραλλαγές τού "Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα".
Από τον Φεβρουάριο του 1940 συγγενείς και φίλοι βρίσκονταν πλάι στο κρεβάτι του αρρώστου, ο οποίος και απεβίωσε στις 10 Μαρτίου 1940.
Οι από τον Μπουλγκάκοφ κατά κάποιο τρόπο γελοιοποιημένες παραστάσεις της καθημερινότητας στη νεοσυσταθείσα Σοβιετική Ένωση έχουν συχνά φανταστικά ή παράλογα χαρακτηριστικά – ένας τυπικός τρόπος άσκησης κοινωνικής κριτικής στη ρωσική λογοτεχνία από την εποχή τού Γκόγκολ.
Το πιο γνωστό έργο τού συγγραφέα είναι το "Ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα", μια σατιρική έκδοση βασισμένη στο έργο "Φάουστ" του Γκαίτε. Στο μυθιστόρημα ο Σατανάς επισκέπτεται τη Μόσχα τής δεκαετίας τού '30 και μαζί με την ακολουθία του θα κάνει άνω κάτω την τοπική κοινωνία. Το έργο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά σε λογοκεκριμένες συνέχειες στο λογοτεχνικό περιοδικό "Μόσκβα" μόλις το 1966/1967, σχεδόν 30 χρόνια μετά τον θάνατο τοy Μπουλγκάκοφ. Η πρώτη πλήρης έκδοση σε μορφή βιβλίου εμφανίστηκε το 1973. Ορισμένοι κριτικοί θεωρούν το βιβλίο ως το καλύτερο ρωσικό μυθιστόρημα τοy 20ού αιώνα.
"Η καρδιά ενός σκύλου" γράφτηκε το 1925, αλλά δημοσιεύθηκε στη Σοβιετική Ένωση μόλις το 1987. Ανάλογη τύχη είχαν και πολλά από τα έργα του, θεατρικά και μη, που δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά χρόνια πολλά μετά τον θάνατο του συγγραφέα.
Πεζά (επιλογές)
Θεατρικά έργα (επιλογές)