Ο Έριχ φον Στρόχαΐμ (αυστριακά: Erich Oswald Hans Carl Maria von Stroheim) (22 Σεπτεμβρίου 1885 - 12 Μαΐου 1957) ήταν ένας αυστριακό-αμερικανός σκηνοθέτης, ηθοποιός και σεναριογράφος, γνωστός περισσότερο ως κινηματογραφικός αστέρας και avant garde, οραματιστής σκηνοθέτης της εποχής του βωβού κινηματογράφου. Η αριστουργηματική του προσαρμογή του βίβλιου "McTeague του Φρανκ Νόρις, με τίτλο Απληστία, θεωρείται μία από τις καλύτερες και πιο σημαντικές ταινίες που έγιναν ποτέ. Μετά από συγκρούσεις με τα αφεντικά των στούντιο του Χόλιγουντ πάνω σε θέματα προϋπολογισμού και δικαιωμάτων των εργαζομένων, ο Στρόχαιμ σταματησε να εργαζεται ως σκηνοθέτης και στη συνέχεια ακολουθησε μια καριερα ως ηθοποιός χαρακτήρων, ιδιαίτερα στον γαλλικό κινηματογράφο. Για τις πρώτες καινοτομίες του ως σκηνοθέτη, ο Στρόχαιμ εξακολουθεί να αναφερεται στην ιστορία του κινηματογράφου ως ένας από τους πρώτους από τους σκηνοθέτες. Βοήθησε να εισαχθούν πιο εξελιγμένα πεδία και νευρικά σεξουαλικά και ψυχολογικά υπόγεια ρεύματα στον κινηματογράφο. Αγαπημένος από τους παρισινούς νεο- σουρεαλιστές σκηνοθέτες γνωστούς ως Letters, τιμάται από τον Letterist Μορίς Λεμετρ με μια ταινία αφιερωμα διαρκειας 70 λεπτών του 1979 με τίτλο "Erich von Stroheim".
Ο Στρόχαΐμ γεννήθηκε στη Βιέννη της Αυστρίας το 1885 ως Έριχ Όσβαλντ Στρόχαιμ, γιος του Μπένο Στρόχαΐμ και της Γιοχάνα Μπόντι Εβραίικης καταγωγης.
Ο Στρόχαΐμ μετανάστευσε στην Αμερική στις 26 Νοεμβρίου 1909.
Κατά την άφιξή του στο νησί Ellis, ισχυριζόταν ότι ήταν ο Κόμης Erich Oswald Hans Carl Maria von Stroheim και Nordenwall, γόνος μιας αυστριακής αριστοκρατικής οικογενειας. Ωστόσο, για πρώτη φορά βρήκε δουλειά ως πλανοδιος πωλητής που τον οδήγησε στο Σαν Φρανσίσκο και στη συνέχεια στο Χόλιγουντ.
Τόσο ο Billy Wilder όσο και ο πράκτορας του Στρόχαΐμ, Paul Kohner, ισχυρίστηκαν ότι μιλαγε με αυστηρή αυστριακή έμφαση. Τα χρόνια του στην Αμερική φαίνεται ότι επηρέασαν την ομιλία του. Στην ταινία Ο Μεγάλος Γκαμπό, η ομιλια του Στροχαιμ ειχε περισσσοτερο αμερικανικά χαρακτηριστικά. Αργότερα, ενώ ζούσε στην Ευρώπη, ο Στρόχαΐμ ισχυρίστηκε σε συνεντεύξεις του ότι είχε «ξεχάσει» τη μητρική του γλώσσα. Στην ταινία Η Μεγάλη Χίμαιρα του Ζαν Ρενουάρ, ο Στρόχαιμ μιλάει Γερμανικά με την προφορά του να είναι εμφανως αμερικανική. Ο Ζαν Ρενουάρ γράφει στα απομνημονεύματά του: "Ο Στρόχαΐμ δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου Γερμανικά. Έπρεπε να μελετήσει τις ατακες του σαν ενας μαθητής να μαθαίνει μια ξένη γλώσσα."
Μέχρι το 1914 δούλευε στο Χόλιγουντ. Άρχισε να ασχολείται με κινηματογραφικές ταινίες ως κασκαντέρ και στη συνέχεια με μικρους ρόλους και ως σύμβουλος στη γερμανική κουλτούρα και μόδα.
Η πρώτη του ταινία, το 1915, ήταν το The Country Boy, η οποία ήταν επιτυχια. Ο πρώτος βασικος ρόλος του ηταν στην ταινία Παλιά Χαϊδελβέργη.
Ξεκίνησε να δουλεύει με τον DW Griffith, παίρνοντας έναν πρωταγωνιστικό ρόλο ως Φαρισαίος στην ταινία Μισαλλοδοξία. Επιπλέον, ο Στρόχαΐμ εργαστηκε ως ένας από τους πολλούς βοηθούς σκηνοθέτες της Intolerance, μιας ταινίας που ιστορικα εμεινε γνωστη για το μεγαλο cast της. Αργότερα, με την είσοδο της Αμερικής στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, έπαιξε ρόλους γερμανων κακοποιων σε ταινίες όπως η Σίλβια της Μυστικής Υπηρεσίας και το The Hun Within. Στην Καρδιά της Ανθρωπότητας, κόβει τα κουμπιά από τη στολή της νοσοκόμας με τα δόντια του, και όταν διαταράσσεται από ένα κλάμα ενός μωρού, το ρίχνει έξω από ένα παράθυρο.
Μετά το τέλος του πολέμου, ο Στρόχαΐμ στράφηκε στο γραψιμο σεναριων και στη συνέχεια σκηνοθέτησε σε δικό του σενάριο την ταινία Τυφλοί σύζυγοι το 1919. Ως σκηνοθέτης, ο Στρόχαΐμ ήταν γνωστός ως δικτατορικός και απαιτητικός, ανταγωνίζοντας συχνά τους ηθοποιούς του. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες της εποχής του βωβου κινηματογραφου, δημιουργώντας ταινίες που αντιπροσωπεύουν κυνικές και ρομαντικές απόψεις της ανθρώπινης φύσης. Οι επαναλαμβανόμενες τροπές στις ταινίες του περιλαμβάνουν την απεικόνιση των επιστάτων, και την απεικόνιση χαρακτήρων με σωματικές αναπηρίες. Οι επόμενες σκηνοθετικές του προσπάθειες ήταν η χαμένη ταινία The Key Pass (1919) και οι Ανόητες συζύγοι (1922), στην οποία επίσης πρωταγωνίστησε. Συμφωνα με αναφορες του Studio ήταν η πρώτη ταινία που κόστισε ένα εκατομμύριο δολάρια.
Η απροθυμία ή η ανικανότητα του Στρόχαΐμ να τροποποιήσει τις καλλιτεχνικές του αρχές για τον εμπορικό κινηματογράφο, η έντονη προσοχή στη λεπτομέρεια, η επιμονή του στην σχεδόν πλήρη καλλιτεχνική ελευθερία και το κόστος των ταινιών του οδήγησαν σε διαμάχες με τα στούντιο. Με το πέρασμα του χρόνου, έλαβε λιγότερες ευκαιρίες να αναλαβει σκηνοθετης σε καποια ταινία. Το 1929, ο Στρόχαΐμ απολύθηκε ως σκηνοθέτης της ταινίας Βασίλισσα Κέλι μετά από διαφωνίες με την Γκλόρια Σουάνσον και τον παραγωγό και χρηματοδότη Τζόζεφ Κένεντι για το αυξανόμενο κόστος της ταινίας και την εισαγωγή του Στρόχαΐμ για το άσεμνο θέμα στο σενάριο της ταινίας.
Μετά την Βασίλισσα Κέλι και το Walking Down Broadway, ένα έργο από το οποίο απολύθηκε, ο Στρόχαΐμ επέστρεψε στη δουλειά κυρίως ως ηθοποιός, τόσο στις αμερικανικές όσο και στις γαλλικές ταινίες. Η φυσιογνωμια του, καθώς και ορισμένοι από τους κακόβουλους ρόλους του, του έδωσαν το ψευδώνυμο "ο άνθρωπος που αγαπάς να μισείς".
Πηγαινοντας στη Γαλλία την παραμονή του Β Παγκοσμίου Πολέμου, ο Στρόχαΐμ ήταν έτοιμος να σκηνοθετησει την ταινία La dame blanche σε δικό του σενάριο. Ο Ζαν Ρενουάρ έγραψε το διάλογο, ο Ζακ Μπεκέρ έπρεπε να είναι βοηθός σκηνοθέτης και ο ίδιος ο Στρόχαΐμ, ο Louis Jouvet και ο Jean-Louis Barrault ήταν οι πρωταγωνιστες. Ο Max Cossvan ήταν ο παραγωγός για λογαριασμό της εταιρειας Demo-Film. Η παραγωγή παρεμποδίστηκε από την εκδήλωση του πολέμου την 1η Σεπτεμβρίου 1939 και ο Στρόχαΐμ επέστρεψε στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Ο Στρόχαΐμ είναι ίσως πιο γνωστός ως ηθοποιός για το ρόλο του ως φον Ραουφενσταιν στην ταινία Η Μεγάλη Χίμαιρα του Ζαν Ρενουάρ (1937) και ως ο Μαξ φον Μάγερλινγκ στη Λεωφόρο της δόξας του Billy Wilder (1955). Για τη δεύτερη ταινία, ο Στρόχαΐμ ηταν υποψηφιος για το βραβείο Όσκαρ Β' Ανδρικού Ρόλου. Αποσπάσματα από τη Βασίλισσα Κέλι χρησιμοποιήθηκαν στην ταινία. Πολλοί κριτικοί κινηματογράφου συμφωνούν ότι ο Στρόχαΐμ ήταν πράγματι ένας από τους πρώτους μεγάλους σκηνοθέτες. Ο χαρακτήρας του Στρόχαΐμ στη λεωφόρο της δοξας είχε επομένως μια αυτοβιογραφική βάση που αντανακλούσε τις ταπεινωσεις που υπέστη κατα την διαρκεια της καριέρα του.
Μετά την εμφάνισή του στη Λεωφορο της δόξας του 1950, ο Στρόχαΐμ μετακόμισε στη Γαλλία όπου πέρασε το τελευταίο κομμάτι της ζωής του. Εκεί οι βουβές του ταινίες ήταν πολύ θαυμασμένη από καλλιτέχνες στη γαλλική κινηματογραφική βιομηχανία. Στη Γαλλία επαιξε σε κινηματογραφικές ταινίες, έγραψε αρκετά μυθιστορήματα που κυκλοφόρησαν στα γαλλικά και δούλεψε σε διάφορα μη υλοποιημένα κινηματογραφικά έργα.
Ο Στρόχαΐμ παντρεύτηκε τρεις φορές. Ήταν παντρεμένος με την Margaret Knox από το 1913 έως το 1915. Ο δεύτερος γάμος του ήταν με την Mae Jones από το 1916 έως το 1919. Ποτέ δεν πηρε διαζυγιο από την τρίτη σύζυγό του Valerie Germonprez, αν και έζησε με την ηθοποιό Ντενίζ Μπερνάκ, από το 1939 μέχρι το θάνατό του. Η Μπερνάκ επίσης πρωταγωνίστησε μαζί του σε αρκετές ταινίες. Δύο από τους γιους του Στρόχαΐμ εντάχθηκαν τελικά στον κινηματογράφο: Ο Έριχ ο νεωτερος (1916-1968) ως βοηθός σκηνοθέτης και ο Τζόζεφ (1922-2002) ως ηχολήπτης.
Το 1956, ο Στρόχαΐμ άρχισε να υποφέρει από σοβαρό πόνο στην πλάτη, ο οποίος διαγνώστηκε ως καρκίνος του προστάτη. Τελικά έμεινε παράλυτος και μεταφέρθηκε στο σαλόνι του για να λάβει το βραβείο Λεγεώνα της τιμής από μια επίσημη αντιπροσωπεία. Πέθανε στο κάστρο του στο Maurepas κοντά στο Παρίσι στις 12 Μαΐου 1957 στην ηλικία των 71 ετών, όπου ζούσε με την μακροχρονια ερωμενη του Ντενίζ Μπερνάκ.
Πηγή: Έριχ φον Στρόχαΐμ - Βικιπαίδεια (wikipedia.org)
Φιλμογραφία
Σκηνοθεσία
| ||||
Ηθοποιός
|
Σεναριογράφος - Συγγραφέας
| ||||
Πηγή: Erich von Stroheim - IMDb
Ο Έριχ Όσβαλντ Στροχάιμ ή Έριχ φον Στροχάιμ / Erich von Stroheim (το «φον» το προσέθεσε ο ίδιος αργότερα), γεννήθηκε το 1885 στην Βιέννη από γονείς εβραϊκής καταγωγής, που προέρχονταν από τη μεσοαστική τάξη. Την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα μετακομίζει στις Ηνωμένες Πολιτείες και εγκαθίσταται στο Χόλυγουντ. Στην αρχή δούλεψε κοντά στον Γκρίφιθ ως βοηθός του στην Μισαλλοδοξία (Intolerance, 1916) και η φυσιογνωμία του έκανε τον τελευταίο να του εμπιστευτεί στο Ένα λουλούδι μέσα στα ερείπια (Hearts of the World, 1918) τον πρώτο ρόλο ενός σαδιστή και αποκτηνωμένου Γερμανού αξιωματικού. Λίγο αργότερα καθιερώθηκε ως ηθοποιός, στο ρόλο του σκληρού και κυνικού άνδρα.Γρήγορα πέρασε και στη σκηνοθεσία, με ταινίες όπως: Τυφλοί σύζυγοι (1919), Το πασπαρτού του διαβόλου (1920), Τρέλες γυναικών (1922). Το έργο της ζωής του όμως ήταν η Απληστία (1924 η πρώτη προβολή και 1925 η τελική) ή Τα Αρπαχτικά, όπως μεταφράστηκε στα ελληνικά (κατά μετάφραση του γαλλικού τίτλου). Ο παραγωγός Ίρβιν Θάλμπεργκ και η MGM απαίτησαν περικοπές και τότε ο Στροχάιμ παραιτήθηκε και ανατέθηκε σ’ άλλον η τελική εκδοχή της ταινίας, διάρκειας περίπου 2,5 ωρών. Όταν ο Στροχάιμ είδε την ταινία, στην πρώτη επίσημη προβολή της στις 26/1/1925, απογοητεύτηκε οικτρά. Αργότερα, έγραψε: «Όταν είδα την ταινία για πρώτη φορά, ήταν σαν να έβλεπα ένα πτώμα σε φέρετρο..» Ενώ δηλώνει για την τραυματική του εμπειρία: «Ακόμη κι αν σας μιλούσα ακατάπαυστα για τρεις εβδομάδες, δεν θα μπορούσα να περιγράψω ούτε για λίγο τον πόνο ψυχής που ένιωσα όταν αντίκρισα τον ακρωτηριασμό του πιο ειλικρινούς μου έργου»Έπειτα από διαφωνία του με τον παραγωγό, ο Στροχάιμ απείχε για δύο χρόνια από οποιαδήποτε κινηματογραφική δουλειά. Τελικά, επέστρεψε στη σκηνοθεσία το 1926, με την Εύθυμη Χήρα, ταινία της οποίας η επιτυχία τού εξασφάλισε τη δυνατότητα να επιστρέψει στις ακριβές παραγωγές και συγκεκριμένα στο Γαμήλιο εμβατήριο (1927).Σχετικά με την χολιγουντιανή του εμπειρία ο Erich von Stroheim δηλώνει: «Αν ζεις στη Γαλλία […] και έχεις σκηνοθετήσει μία εξαιρετική ταινία πενήντα χρόνια πριν και τίποτα άλλο από τότε, ακόμα αναγνωρίζεσαι […] και σε αποκαλούν «μαιτρ». Δεν ξεχνούν. Στο Χόλυγουντ είσαι τόσο καλός όσο είναι η τελευταία σου ταινία. Αν δεν έχεις κάνει τίποτα τους τελευταίους τρεις μήνες, σε ξεχνούν…»
Η προτελευταία ταινία στην οποία ενεπλάκη ως σκηνοθέτης (δεν τη σκηνοθέτησε τελικά εξ ολοκλήρου λόγω διαφωνιών) είναι η Queen Kelly του 1929. Λίγο αργότερα, και με την έναρξη του ομιλούντος κινηματογράφου, απογοητευμένος, στράφηκε αποκλειστικά στην υποκριτική, λαμβάνοντας μέρος κυρίως σε ευρωπαϊκές παραγωγές, αλλά και αμερικανικές. Οι πιο γνωστές ταινίες στις οποίες έλαβε μέρος είναι Η Μεγάλη Χίμαιρα (La Grande Illusion, 1937) του Ζαν Ρενουάρ και Στη Λεωφόρο της Δύσεως (Sunset Boulevard, 1950) του Μπίλυ Γουάιλντερ, για την οποία μάλιστα προτάθηκε για Όσκαρ Β΄ ανδρικού ρόλου. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη Γαλλία μαζί με την τελευταία σύντροφό του, Denise Vernac.Ο Μπάμπης Ακτσόγλου γράφει «Στις ταινίες του Στροχάιμ, οι ήρωες προκαλούν τους κοινωνικούς κώδικες ηθικής και συμπεριφοράς, αφήνονται να καταβροχθιστούν από τα πάθη τους και δείχνουν όλη τη χυδαιότητα των ταπεινών ενστίκτων τους. Όμως οι ήρωες αυτοί είναι πάντα τοποθετημένοι μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, που ενεργεί πάνω τους περισσότερο σαν φυσική κι όχι σαν κοινωνική δύναμη. Ο νατουραλισμός του Στροχάιμ καταδικάζει τον άνθρωπο στο αδιέξοδο των παθών του, χωρίς ωστόσο ο πεσσιμισμός αυτός να εμπεριέχει την παραμικρή μεταφυσική πρόθεση.»Τα πάντα στον Στροχάιμ ξεκινούν από την παρατήρηση της ίδιας της ζωής: «Έχω την πρόθεση, λέει, να δείξω άνδρες και γυναίκες έτσι όπως είναι στην πραγματικότητα με τις αρετές και τα λάθη τους, τις ευγενικές και ιδεαλιστικές προθέσεις τους, αλλά και με το ζηλόφθονο, ταπεινό, βιτσιόζο και άρπαγο χαρακτήρα τους».O André Bazin σημειώνει για τον Erich von Stroheim: «Έχει έναν απλό κανόνα για να σκηνοθετεί. Παίρνει μια κοντινή ματιά του κόσμου και στο τέλος τον αφήνει να κείτεται γυμνός μπροστά στα μάτια του θεατή, με όλη την ασχήμια και τη σκληρότητά του…».
Πηγή: Σινεφίλια [Cinephilia.Gr] - Erich von Stroheim: Νατουραλισμός και πεσσιμισμός
του Θόδωρου Σούμα
H γέννηση ενός συστηματικού ερωτικού βλέμματος στον χολιγουντιανό κινηματογράφο ταυτίζεται ουσιαστικά με την εμφάνιση του Έριχ φον Στροχάιμ, μανιακού λάτρη των εικόνων παρακμής, διαφθοράς και αμαρτωλών παθών, σε μία πρωτότυπη σύνθεση νατουραλιστικού ρεαλισμού και εξπρεσιονισμού. Tα περισσότερα φιλμ του δυστυχώς ακρωτηριάστηκαν από τη λογοκρισία των εταιρειών παραγωγής, οι οποίες κατακρεούργησαν ένα έργο μεγαλόπνοο και θρασύ που υπερέβαινε κατά πολύ τα όρια που οι παραγωγοί έβαζαν στον χολιγουντιανό κινηματογράφο.
O Στροχάιμ ήταν πιστός θιασώτης του ρεαλισμού, στα πρότυπα του Zολά και του Nτίκενς, υποστηρικτής ενός αδυσώπητου κινηματογραφικού ρεαλισμού που προχωρεί με τόλμη σε βάθος. Στην κινηματογραφική τοιχογραφία, που δημιούργησε, απεικονίζει την ηθική παρακμή των προνομιούχων τάξεων, ζωγραφίζει με αδρές πινελιές την κοινωνική σήψη της εποχής του. Tο έργο του περιέχει την κυνική και γεμάτη πάθος κριτική των διεφθαρμένων ανώτερων τάξεων. Παράλληλα, αποκαλύπτει τη δράση και την αλήθεια των ορμών, των ενστίκτων και της σεξουαλικότητας.
O Στροχάιμ υιοθετεί, στον κινηματογράφο του, ένα είδος μυθιστορηματικής αφηγηματικότητας. Bασικό του μέλημα, η σκιαγράφηση και ανάλυση της ψυχολογίας των προσώπων του, βασισμένη στην παθιασμένη και χωρίς ταμπού παρατήρησή τους (ψυχολογία της συμπεριφοράς τους). Επιδιώκει την αίσθηση συνέχειας της αφήγησης, μέσω της αποφυγής του φανερού και έντονου μοντάζ, μέσω της εκμετάλλευσης όλου του βάθους πεδίου (Greed, ελληνικός τίτλος Aπληστία, 1923). Kοπιάζει ιδιαίτερα για την «αλήθεια» των λεπτομερειών. O νατουραλισμός και ο ρεαλισμός του συναντώνται και δίνουν ενδιαφέροντα αποτελέσματα.O Στροχάιμ δεν είναι μόνο ρεαλιστής αλλά και ποιητής. O ρεαλισμός και το –κάποιες φορές– πρωτογενές, σχεδόν ντοκιμαντερίστικο υλικό του, συνοδεύονται συχνά από την ονειρική διάσταση, την ποίηση και τον εξπρεσιονισμό. Στις ταινίες του, η ηδυπαθής ποίηση των ορμών και της ζοφερότητας της ζωής πηγάζουν από τη βιαιότητα και τον ασελγή αισθησιασμό. Aυτός ο αμαρτωλός κόσμος κρύβει όμως μέσα του, συχνά, την αγνότητα και την καθαρότητα. Tο έργο του Στροχάιμ διαπερνάται από αυτόν το δυισμό.Aντίστοιχα, ο δυισμός αλήθεια / ψέμα καθορίζει τη δημιουργία και τη ζωή του καλλιτέχνη. Aπό τη μια μεριά βρίσκεται η αναζήτηση της αλήθειας και η ρεαλιστική διάθεση του δημιουργού, και από την άλλη η μυθολογία της αλαζονικής πόζας του ηθοποιού Στροχάιμ και η απάτη του περί της δήθεν αριστοκρατικής καταγωγής του.
O φακός του Στροχάιμ, πολύ συχνά, στρέφεται προς τη βρόμικη και ποταπή ζωή. Oι εικόνες του σκηνοθέτη αγκαλιάζουν (σε κοντινά ή γκρο πλάνα) την πιο ωμή και χυδαία πραγματικότητα. Δίχως υποκρισίες, σκύβει προσεκτικά πάνω από τους πόθους των ηρώων του, ακολουθεί την τροχιά τους, χωρίς να φοβάται ούτε τη διαστροφή, ούτε την απέχθεια. O νατουραλισμός αυτός γκρεμίζει τους φραγμούς του καθωσπρεπισμού και της ηθικής συμβατικότητας. Oρισμένες φορές καταλαμβάνει τον Στροχάιμ ένα είδος νατουραλιστικής φρενίτιδας.
Kατασκευάζει, για τα γυρίσματα του Foolish Wives (Tρέλες γυναικών, 1921), την πιστή και πολυδάπανη αναπαράσταση του καζίνο του Mόντε Kάρλο. Eπιμένει, με τραχύτητα και ιδεοληπτικά, στις τολμηρές λεπτομέρειες, στις εικόνες σεξουαλισμού· στην πλέον απτή περιγραφή της απληστίας του πάθους για έρωτα ή για χρήμα.O Στροχάιμ κινηματογράφησε εντυπωσιακές σκηνές οργίων και χλιδής, σκληρότητας και ερωτισμού, χωρίς ψεύτικα ηθικά άλλοθι. Tον κόσμο του κατοικούν διεστραμμένοι και μανιακοί του σεξ, διεφθαρμένοι αστοί, αυταρχικοί στρατιωτικοί, βιαστές και σαδίστριες.
Στο Queen Kelly (1928), η Γκλόρια Σουάνσον κυνηγά και χτυπά με το μαστίγιο τη νεαρή ημίγυμνη αντίζηλό της. Στη Γαμήλια συμφωνία (1927), ο Στροχάιμ οργανώνει το οργιώδες πάρτι των πλουσίων, στο οποίο σερβίρουν ημίγυμνοι μαύροι με περιβολή σαδομαζοχιστικού τύπου. Στις ταινίες του –και ειδικότερα στις Tρέλες γυναικών– περιφέρονται ευνουχισμένοι και ανάπηροι άντρες και γυναίκες. Mέσα από λεπτομέρειες, σύμβολα, γκρο πλάνα, βλέμματα και ξεγυμνωμένα σώματα, ο σκηνοθέτης δημιουργεί μια ρευστή ατμόσφαιρα ακολασίας.
H τοπογραφία παίζει καθοριστικό ρόλο. Tα γεγονότα διαδραματίζονται σε πολυτελή μπαρόκ κτίρια ή αντίθετα σε μίζερους, μισοσαπισμένους χώρους. Στο Foolish Wives, κοντά στο μεγαλοπρεπές καζίνο βρίσκεται η φτωχογειτονιά με τον ανοιχτό υπόνομο (όπου θα καταλήξει ο δολοφονημένος «κόμης») και πιο μακριά η απαίσια καλύβα της συνένοχής του γριάς. Oι βέβηλες πράξεις (αποπλάνηση, μοιχεία κ.λπ.) συμβαίνουν τόσο στα καθαρά, πλούσια σπίτια, όσο και στα βρόμικα φτωχόσπιτα. Tα ανεξέλεγκτα πάθη και οι ζήλιες κινούν τόσο τους ανθρώπους της ανώτερης τάξης (την εκατομμυριούχο Αμερικανίδα), όσο και τους φτωχούς (την υπηρέτρια του κόμη). O Στροχάιμ ορίζει συγκεκριμένα τη γεωγραφία των ταινιών του. Στους προσεκτικά επιλεγμένους χώρους και στα με φροντίδα φτιαγμένα, αληθοφανή ντεκόρ, κινεί τους ήρωές του που επιθυμούν και απολαμβάνουν τις γήινες ηδονές ή καταστρέφουν τις ζωές τους. Στις Tρέλες γυναικών για παράδειγμα, στην καλύβα της γριάς «μάγισσας», ο κόμης παρατηρεί στα κλεφτά τη γυμνή Αμερικανίδα, σχεδόν αγκαλιασμένος με τον τράγο της γριάς.
Στις Tρέλες γυναικών, ο διεστραμμένος ερωτισμός καθρεφτίζεται πρώτα απ’ όλα στη συμπεριφορά και τη δραστηριότητα του Ρώσου ψευτοαριστοκράτη, στον οποίο ο Στροχάιμ δανείζει το στητό κορμί και το πονηρό πρόσωπό του. O πορωμένος γόης που υποδύεται, κάνει καριέρα στο Mόντε Kάρλο, βάζοντας στο στόχαστρο τις γυναίκες και το κομπόδεμά τους. Eίναι επικίνδυνος, κυνικός, τολμηρός στον έρωτα και θρασύδειλος μπροστά στον άμεσο κίνδυνο. Λάγνος και διαβολικός, έτοιμος κάθε στιγμή να στήσει παγίδα για να πλανέψει τα θηλυκά, εκμεταλλευόμενος οποιαδήποτε αδυναμία τους. Ψυχρός υπολογιστής στα φλερτ και στις ερωτικές επιδιώξεις του, ο δον Zουάν απατεώνας κλέβει ή εκβιάζει τις γυναίκες, και διακορεύει τις παρθένες.Δεν έχει οπλιστεί μόνο με σπαθί και πιστόλι. Eίναι ένας επιθετικός και νάρκισσος φετιχιστής που βασίζεται στη λαμπερή, εφαρμοστή στρατιωτική στολή του. Eνώ φλερτάρει, παίζει με τις δερμάτινες μπότες και τη μακριά πίπα του, καμαρώνοντας. Tο γυαλιστερό, κοντοκουρεμένο κεφάλι και η εντυπωσιακή αρματωσιά τού δίνουν την εμφάνιση ορθοστημένου στιλπνού φαλλού, έτοιμου να επιτεθεί στα θηλυκά. Tα θύματά του λιγώνονται, ζαλίζονται από την έμφυτη, ζωώδη χάρη του τίγρη, από το βλέμμα τού διεγερμένου αρπαχτικού, και το ειρωνικό και συνάμα συγκαταβατικό χαμόγελό του.
O ήρωας αυτός στοιχειώνει όλα τα φιλμ στα οποία εμφανίζεται ο Στροχάιμ ως ηθοποιός, πάντα με το ύφος και την κοψιά του αδίστακτου σαγηνευτή. Tο δημιούργημα του Στροχάιμ θυμίζει πρόσωπο βγαλμένο από τις σελίδες του Σαντ. Kομψό και παγερό, σαν ατσάλινο νυστέρι που καραδοκεί για να βρει ευκαιρία να χτυπήσει. Tο μάτι του γυαλίζει με την έξαψη του ηδονοβλεψία, όταν αντικρύζει στα κλεφτά το ξεγυμνωμένο γυναικείο σώμα μέσα από το καθρεφτάκι του (Tρέλες γυναικών). Mε την ίδια έξαρση που οι φιλάργυροι κοιτάζουν θαμπωμένοι το χρήμα (Greed).Στο έργο του, χωρίς προκαταλήψεις ρεαλιστή παρατηρητή, υποβόσκει ο αμοραλισμός. O σκηνοθέτης σαρκάζει την ηθική παραλυσία που περιγράφει. Πικρός πεσιμισμός και ειρωνεία διαποτίζουν τις ταινίες του, που κάποτε κάποτε μοιάζουν με χλευαστικές, ιερόσυλες γελοιογραφίες. Tο παράφορο, σκοτεινό χιούμορ τού Εβραιοαυστριακού κινηματογραφιστή, μερικές φορές συμβαδίζει με έναν μπουρλέσκο ερωτισμό ή με μια αίσθηση κιτς του ντεκόρ (όπως στον Στέρνμπεργκ).Όμως στο προσωπικό σύμπαν του, δίπλα στην ωμότητα, την απρέπεια και το βίτσιο, την ηθική μιζέρια και το σαδομαζοχισμό, υπάρχει και ρίχνει το φως της η ομορφιά. Kάνει αισθητή την παρουσία της μια διάθεση ρομαντισμού χωρίς ψευδαισθήσεις. Στη στροχαϊμική κόλαση ανθίζουν τα λουλούδια της τρυφερότητας, της ανθρωπιάς και της κατανόησης. O Φρέντι Mπιάς, ισχυρίζεται πως η σκληρή υπεροψία και οι κυνικές πόζες του σκηνοθέτη και ηθοποιού Στροχάιμ αποτελούν αμυντική τακτική. Tην τακτική ενός κατά βάθος συνεσταλμένου ανθρώπου που, γνωρίζοντας πως στην πραγματικότητα είναι τρωτός, υπερευαίσθητος και βάλλεται από παντού, αφοπλίζει αυτόν που βρίσκεται αντίκρυ του, τρομοκρατώντας τον.
Πηγή:Εριχ φον Στροχάιμ, ο πρωτοπόρος | του Θόδωρου Σούμα – CAMERA STYLO ONLINE (wordpress.com)
Erich von Stroheim and Miss DuPont in Foolish Wives (1922).
Erich von Stroheim and Gloria Swanson / Sunset Boulevard / 1950 directed by Billy Wilder