Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ (Jean-Luc Godard, 3 Δεκεμβρίου 1930) είναι Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος, ηθοποιός και κριτικός κινηματογράφου. Το όνομά του ταυτίζεται συχνά με τη νουβέλ βαγκ, ίσως το πιο σημαντικό κίνημα στην ιστορία του κινηματογράφου, καθώς υπήρξε ένας από τους πρωτοπόρους της, αλλά η καριέρα του επεκτείνεται πέρα από αυτήν την περίοδο, έχοντας σκηνοθετήσει πάνω από 100 ταινίες συνολικά.
Ο Γκοντάρ ήταν μέλος μιας ομάδας ταινιοκριτικών του περιοδικού Cahiers du Cinema, οι οποίοι αποφάσισαν να φτιάξουν δικές τους ταινίες και να φέρουν μια επανάσταση στο μέσο, διότι ήταν δυσαρεστημένοι με την ποιότητα του Γαλλικού Κινηματογράφου εκείνη την εποχή. Αυτή η ομάδα ήταν η βάση της Νουβέλ Βαγκ. Το 1968, o Γκοντάρ εγκατέλειψε τη Νουβέλ Βαγκ και ίδρυσε μαζί με τον Jean-Pierre Gorin την κινηματογραφική ομάδα Dziga Vertov Group, ονομασμένη από τον γνωστό Σοβιετικό σκηνοθέτη. Επρόκειτο για μια ομάδα πολιτικά ενεργών σκηνοθετών οι οποίοι ομαδικά και ανώνυμα δημιουργούσαν πειραματικές και πολιτικές ταινίες οι οποίες υποστήριζαν κινήματα όπως ο Μαοϊσμός και ο Μαρξισμός.
Όπως και οι σύγχρονοί του σκηνοθέτες της νουβέλ βαγκ, ο Γκοντάρ επέκρινε το κυρίαρχο ρεύμα του γαλλικού κινηματογράφου για "Παράδοση στην Ποιότητα", το οποίο "έδινε περισσότερο βάση στη τέχνη παρά στη καινοτομία, έδινε προνόμια σε καταξιωμένους σκηνοθέτες παρά στους νέους, και προτιμούσε τα σπουδαία έργα του παρελθόντος παρά τον πειραματισμό". Για να αμφισβητήσει αυτή την παράδοση, άρχισε μαζί με ομοϊδεάτες του κριτικούς, να σκηνοθετούν τις δικές τους ταινίες. Πολλές ταινίες του Γκοντάρ αμφισβητούν και τους κώδικες του παραδοσιακού Χόλυγουντ μαζί με αυτές του Γαλλικού κινηματογράφου. Αρκετές του ταινίες εκφράζουν τις ακροαριστερές πολιτικές του απόψεις. Οι ταινίες του επίσης καταδεικνύουν τη γνώση του για την ιστορία του κινηματογράφου μέσω των αναφορών του σε παλαιότερες ταινίες. Επιπλέον οι ταινίες του Γκοντάρ συχνά αναφέρονται στον υπαρξισμό, μιας και ήταν μανιώδης αναγνώστης του υπαρξισμού και της Μαρξιστικής φιλοσοφίας. Η ριζοσπαστική του προσέγγιση στους κινηματογραφικούς κώδικες, στην πολιτική και τη φιλοσοφία, τον κατατάσσουν ως σκηνοθέτη με τη μεγαλύτερη επιρροή στο γαλλικό νουβέλ βαγκ.
Το 2002 σε ψηφοφορία κριτικών του κινηματογραφικού περιοδικού Sight & Sound, του βρετανικού ινστιτούτου κινηματογράφου (BFI), κατετάγη τρίτος ανάμεσα στους δέκα καλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών. Δέκα χρόνια αργότερα, το Sight & Sound ονόμασε την ταινία του Με Κομμένη Την Ανάσα την 13η καλύτερη ταινία όλων των εποχών. Στην ίδια ψηφοφορία, τρεις άλλες ταινίες του συμπεριλήφθηκαν στην λίστα των 50 καλύτερων ταινιών. Αυτές ήταν Η Περιφρόνηση, Ο Τρελός Πιερό και το Histoire(s) du Cinema. Λέγεται ότι έχει δημιουργήσει ένα από τα μεγαλύτερα σώματα κριτικής ανάλυσης από οποιονδήποτε άλλο σκηνοθέτη μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα. Το 2010 βραβεύτηκε με το Τιμητικό Όσκαρ, αλλά δεν παρέστη στην τελετή απονομής των βραβείων. Οι ταινίες του Γκοντάρ ενέπνευσαν πολλούς σκηνοθέτες, συμπεριλαμβανομένων των Μάρτιν Σκορσέζε, Κουέντιν Ταραντίνο, Στίβεν Σόντερμπεργκ και Πιερ Πάολο Παζολίνι. Το 2015 κέρδισε για πρώτη φορά στην καριέρα του βραβείο στο Διεθνές Φεστιβάλ των Καννών, το οποίο μοιράστηκε μαζί με ακόμα μία ταινία. To 2018 η ταινία του Le Livre d'Image κέρδισε το πρώτο βραβείο Ειδικού Χρυσού Φοίνικα.
Φιλμογραφία
| ||||
Πηγή: Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ζαν-Λυκ Γκοντάρ: Στο μυαλό μιας κινηματογραφικής ιδιοφυΐας
του Γιώργου Ρούσσου
O Ζαν-Λυκ Γκοντάρ (Jean-Luc Godard), γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1930 στο Παρίσι και έζησε τα παιδικά του χρόνια μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας. Με οδηγό μερικές από τις πλέον χαρακτηριστικές ταινίες του εμβληματικού Γάλλου σκηνοθέτη, παρουσιάζουμε ένα σχετικό θεματικό αφιέρωμα στη ζωή και στο έργο ενός μοναδικού καλλιτέχνη. Από την πρώτη του ταινία (Με Κομμένη την Ανάσα / Breathless - 1960), μέχρι την πιο πρόσφατη (Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα / Adieu au Langage / Goodbye to Language 3D - 2014), θα ταξιδέψουμε στο δημιουργικό σύμπαν μίας κινηματογραφικής ιδιοφυΐας.
Το 1949, o Ζαν-Λυκ Γκοντάρ βρίσκεται στο Παρίσι για να σπουδάσει εθνολογία στη Σορβόννη. Εκεί θα γνωρίσει και θα συναναστραφεί με τους Κλοντ Σαμπρόλ, Φρανσουά Τρυφώ, Έρικ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ - τους κινηματογραφιστές δηλαδή που μετέπειτα θα στελεχώσουν το κίνημα της Νουβέλ Βαγκ (Nouvelle Vague).
Το 1950, μαζί με τους Τρυφώ και Ριβέτ εκδίδει το περιοδικό Gazette du Cinema, γράφει για το σινεμά και παράλληλα παίζει σε ταινίες των Ριβέτ και Ρομέρ. Το 1952 ξεκινά η συνεργασία του με το θρυλικό περιοδικό Cahiers du Cinema του Αντρέ Μπαζέν. Με τα χρήματα που συγκεντρώνει, θα γυρίσει την πρώτη του μικρού μήκους ταινία, το ντοκιμαντέρ "Επιχείρηση Μπετόν" (1954). Μέχρι το τέλος της δεκαετίας του ’50 θα ολοκληρώσει ακόμη τέσσερις ταινίες μικρού μήκους.
Έντονα επηρεασμένος από σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ρέι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής - σε αντίθεση με τον φίλο και συνάδελφό του Τρυφώ - να εντάξει την προσωπική του ζωή, αλλά και τις πολιτικές του πεποιθήσεις, στις ταινίες του αλλά και να δείξει ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται». Αυτοσχεδιασμός, κάμερα στο χέρι, αυτοαναφορικότητα, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων, αποτελούν μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου του.
«Ήθελα να ξεκινήσω από μια ιστορία συμβατική και να ανακατασκευάσω, με διαφορετικό τρόπο, ό,τι είχε γίνει μέχρι τότε στον κινηματογράφο. Ήθελα επίσης να δώσω την εντύπωση ότι τα κινηματογραφικά μέσα ανακαλύπτονταν ή δοκιμάζονταν για πρώτη φορά», θα πει χαρακτηριστικά ο Γκοντάρ σε μία από τις πρώτες του συνεντεύξεις στο περιοδικό Cahiers du Cinema το 1962.
Το φιλμ "Με Κομμένη την Ανάσα" εγκαινιάζει το κίνημα της γαλλικής Νουβέλ Βαγκ το οποίο, σύμφωνα με τον Γκοντάρ, ορίζεται από «τη θλίψη, τη νοσταλγία για τον κινηματογράφο που έπαψε πια να υπάρχει καθώς και από την καινούρια σχέση μεταξύ μύθου και πραγματικότητας». Ως και το 1965 κινηματογραφεί μεταξύ άλλων, κάποιες από τις σπουδαιότερες ταινίες του: "Ο Μικρός Στρατιώτης", "Η Περιφρόνηση", "Ο Τρελός Πιερό" και το "Αλφαβίλ".
Από το 1966 ως το 1968, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ταινίες έντονα επηρεασμένες από τα πολιτικά γεγονότα της τρέχουσας δεκαετίας και τα κοινωνικοπολιτικά ρεύματα που αναδύθηκαν από τις ταραχές του Μάη του '68. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά: Masculin-Feminin (1966), Two or Three Things I Know About Her (1966), La Chinoise, Weekend (1967) και Le Gai Savoir (1968).
Με τον Ζαν-Πιερ Γκορέν, ο Γκοντάρ θα ιδρύσει την ομάδα Τζίγκα Βερτόφ και θα αποποιηθεί τον τίτλο του δημιουργού και τον ρόλο του κινηματογράφου. Μαζί με τον Γκορέν θα ολοκληρώσει τις ταινίες-δοκίμια Wind From the East (1969), Vladimir and Rosa (1971), Tout Va Bien (1972) και Letter to Jane (1972). Οι ταινίες αυτές ήταν ριζοσπαστικές ως προς το περιεχόμενο και το ύφος τους και βασίζονταν ως επί το πλείστον, στις ιδέες της πάλης των τάξεων και τον διαλεκτικό υλισμό.
Το 1971 ο Γκοντάρ είχε ένα σοβαρό ατύχημα με μοτοσικλέτα που τον κράτησε αρκετούς μήνες στο νοσοκομείο. Στο Παρίσι θα γνωρίσει την Ελβετίδα σκηνοθέτη Αν-Μαρί Μιεβίλ και την επόμενη χρονιά θα φύγουν μαζί για τη Γκρενόμπλ, όπου ο Γκοντάρ θα μεταφέρει το Sonimage video studio. Σταδιακά απομακρύνθηκε από τον στρατευμένο κινηματογράφο της ομάδας Βερτόφ και επέστρεψε σε πιο προσωπικά θέματα.
Γοητευμένος από τα νέα μέσα ο Γκοντάρ, μαζί με την Μιεβίλ πειραματίστηκαν με το βίντεο, δουλεύοντας αρκετά με αναθέσεις από τη γαλλική τηλεόραση: Εδώ κι Αλλού - 1974, Πώς τα Πάτε; - 1976, Έξι Φορές Δύο - 1976, Γαλλία, Γύρος, Παρακαμπτήριος - 1979. Μαζί θα ολοκληρώσουν επίσης το "Numero Deux" (1975) και το "Σώζων Εαυτόν Σωθήτω" του 1980, το οποίο σηματοδοτεί την αρχή μιας νέας περιόδου στο έργο του και την επιστροφή του στο κλασσικό σινεμά.
Στη συνέχεια ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, εγκαθίσταται στο Παρίσι όπου αρχίζει να επεξεργάζεται τη «θεϊκή τριλογία», που αποτελείται από τα: "Passion" (1982), "First Name: Carmen" (1983) και το "Hail Mary" (1985). Τρεις ταινίες - πραγματείες, με βάση τη γυναικεία φύση, την επιθυμία, τη σεξουαλική ιδιαιτερότητα, αλλά και την ίδια την εικόνα.
Στα χρόνια που ακολουθούν, ο Γκοντάρ και η Μιεβίλ, μεταφέρουν το Sonimage στούντιο στην Rolle, μια μικρή πόλη ανάμεσα στη Γενεύη και τη Λωζάνη της Ελβετίας. Το 1986 οι δυο τους πραγματοποίησαν την παραγωγή, αλλά και πρωταγωνίστησαν, στο home-movie "Soft and Hard" (Soft Talk on a Hard Subject Between Two Friends) για το βρετανικό Channel Four. Στη συνέχεια θα πραγματοποιήσουν τις ταινίες: "Grandeur et Decadence d’un Petit Commerce de Cinema" (1986), "Soigne ta Droite" (1986) και "King Lear" (1986).
Στη δεκαετία του '90 ο Γκοντάρ θα σκηνοθετήσει τα φιλμ: "Nouvelle Vague" (1990), "Germany 90 Nine Zero" (1991), "Helas pour moi" (1993), "Forever Mozart" (1996) και την οκτάωρη σειρά "Histoires du cinema" (1997-98). Το 1998 το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης αναθέτει στον Γκοντάρ και τη Μιεβίλ την παραγωγή του σαρανταεπτάλεπτου βίντεο "The Old Place" (Essai sur le rôle des arts à la fin du 20e siècle / Small Notes Regarding the Arts at Fall of 20th Century).
Το 2001 ο Γκοντάρ επανέρχεται στη σκηνοθεσία με το "Éloge de l'amour" (In Praise of Love), ταινία που προβλήθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών, ενώ το 2003 το φιλμ κυκλοφόρησε και στην Ελλάδα, με τον τίτλο: "Ελεγεία του Έρωτα". Μία ταινία, η οποία πραγματεύεται τα διαχρονικά θέματα της ιστορίας, της μνήμης και του πολιτισμού.
Το 2010 ο σπουδαίος Γάλλος δημιουργός παρουσιάζει το «Film Socialisme». Πρόκειται για ένα μάθημα ιστορίας κι εν μέρει για ένα ιδιόμορφο κινηματογραφικό πείραμα, το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα σύγχρονο και επίκαιρο πολιτικό σχόλιο, για τις χώρες της Μεσογείου πρωτίστως, αλλά και γενικότερα. Το φιλμ, είχε συμμετοχή στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» («Un Certain Regard») του 63ου Φεστιβάλ Καννών.
Τον Μάιο του 2014, στο πλαίσιο του 67ου Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, ο Γκοντάρ επέστρεψε με τη νέα του ταινία που φέρει τον τίτλο: «Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» (Goodbye to Language / Adieu au langage - 2014). Μία ταινία που έστω και με σχετική καθυστέρηση, έχουμε πλέον την ευκαιρία να την απολαύσουμε και στις ελληνικές Κινηματογραφικές Αίθουσες.
Οι ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ άσκησαν και συνεχίζουν να ασκούν τεράστια επιρροή τόσο στον ανεξάρτητο Αμερικάνικο κινηματογράφο όσο και σε πλήθος εικαστικών καλλιτεχνών, ανά την υφήλιο. Όντας ένας από τους κορυφαίους και αυθεντικούς auteur στην ιστορία της Έβδομης Τέχνης, ο Γκοντάρ επαναπροσδιόρισε τον τρόπο με τον οποίο παρακολουθούμε και αντιλαμβανόμαστε τον Κινηματογράφο...
"Θα πρέπει αυτή τη στιγμή, με τον τρόπο μου, να κάνω στον Κινηματογράφο αυτό που κάνει το Βιετνάμ στην Καμπότζη, να ανακατευτώ σε πράγματα που δε με αφορούν", γράφει ο Γκοντάρ, μεταξύ σοβαρού και αστείου, οριοθετώντας έτσι το 1959 ως τη χρονιά που ξεκινά η Nouvelle Vague.
Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 όταν κυκλοφορεί το πρώτο τεύχος του περιοδικού Cahiers du Cinema (τα τετράδια του κινηματογράφου) στις στήλες του οποίου αρθρογραφούν κινηματογραφόφιλοι αλλά και επίδοξοι σκηνοθέτες, όπως ο Jean Luc Godard, ο Jacques Rivette, ο Francois Truffaut, ο Eric Rohmer και ο Claude Chabrol. Μία δημιουργική παρέα, οι οποίοι πιστεύουν ότι μια ταινία είναι και πρέπει να αντιμετωπίζεται, ως μορφή τέχνης. Ο σκηνοθέτης - δημιουργός (auteur) είναι εκείνος που βάζει τη δική του προσωπική σφραγίδα σε κάθε του έργο αναπτύσσοντας την αντίστοιχη αισθητική και ιδεολογία του.
Ο Γκοντάρ γράφει χαρακτηριστικά: «Οι κινήσεις της μηχανής σας είναι άσχημες, γιατί οι διάλογοί σας είναι άθλιοι. Με λίγα λόγια δεν ξέρετε να κάνετε κινηματογράφο, γιατί δεν ξέρετε καν τι είναι».
Η ιστορία της ταινίας, «Με Κομμένη την Ανάσα» (A Bout De Souffle) αφορά στην ερωτική - αν και κάπως αμήχανη - σχέση δύο νέων, μιας Aμερικανίδας (Jean Seberg) κι ενός Γάλλου (Jean Paul Belmondo) στο Παρίσι. Διάχυτες είναι στην ατμόσφαιρα οι ανησυχίες αυτής της περιόδου, εκ μέρους της συγκεκριμένης γενιάς, οι οποίες αντιμετωπίζονται συχνά πυκνά με μια παιγνιώδης διάθεση. Αξίζει εδώ να σημειώσουμε, πως το σενάριο βασίστηκε σε μια ιδέα του Φρανσουά Τρυφώ.
Η κάμερα στο χέρι που κινείται αδιάκοπα, πλάνα μακριά σε διάρκεια, εισαγωγή εικόνων από την ποπ αρτ (κόμικς, γκράφιτι), jump cuts (όταν διακόπτεται η αλληλουχία της ροής των πλάνων), αναφορές σε έργα της παγκόσμιας τέχνης, λογοπαίγνια, freeze frame (όταν παγώνει η εικόνα), γυρίσματα σε εξωτερικούς φυσικούς χώρους, χαμηλός προϋπολογισμός, αυτοσχεδιασμοί στο διάλογο, φυσικοί φωτισμοί και πειραματισμοί στον ήχο, είναι κάποια από τα στοιχεία που ενωμένα μεταξύ τους σαν ένα είδος καλλιτεχνικού κολάζ, αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι αυτού που αποκαλούμε: Nouvelle Vague...
«Ζούσε τη Ζωή της» (Vivre Sa Vie - 1962)
Έχοντας εκδιωχθεί από το διαμέρισμά της, η Νανά (έμμεση αναφορά στον Εμίλ Ζολά) θέλει αρχικά να γίνει ηθοποιός. Πηγαίνει λοιπόν στον κινηματογράφο και παρακολουθεί την κλασσική βωβή ταινία «Τα πάθη της Ζαν Ντ’ Αρκ» του Καρλ Ντράγιερ. Ωστόσο η αποτυχία της στον χώρο του σινεμά την ωθεί στην «εύκολη λύση» της πορνείας. Αναζητώντας την ευτυχία μακριά από τον σύζυγο και το παιδί της, η Νανά (Άννα Καρίνα) βρίσκει μια ψευδαίσθηση ελευθερίας στα πεζοδρόμια του Παρισιού. Η ταινία μας παρουσιάζει σταδιακά αλλά και μεθοδικά, το πέρασμα της ηρωίδας από την ευκαιριακή, «ερασιτεχνική» εκπόρνευση, στην επαγγελματική πορνεία, καταγράφοντας μια σειρά από διαδοχικές στιγμές αυτής της πορείας. Πιστεύοντας ότι μπορεί να «δανείζει» το κορμί της στους άλλους χωρίς να χάσει την ψυχή της, η Νανά διεκδικεί να κερδίσει την ελευθερία της, μέσα από την εκπόρνευση. Η πραγματικότητα, όμως, θα τη διαψεύσει. Κι αυτό διότι, όπως είναι αναπόφευκτο, αργά ή γρήγορα θα πέσει στα χέρια ενός προαγωγού, ενώ παράλληλα γνωρίζει κι έναν άντρα ο οποίος θα την ερωτευθεί...
Ο Γκοντάρ, συνδυάζει εδώ μοναδικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και μας παρουσιάζει ένα υπέροχο δείγμα γραφής, ενός κινηματογραφικού ρεύματος, που έμελλε να αλλάξει για πάντα, την σύγχρονη ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου. Tο «Ζούσε τη Ζωή της» δεν είναι απλά οι γυμνοί τοίχοι του Παρισιού, που κινηματογραφούνται έξοχα στο ασπρόμαυρο φιλμ από τον φωτογράφο Pαούλ Kουτάρ, ούτε μόνο το σχεδόν μαγικό πρόσωπο της Aννας Kαρίνα που λάμπει διαρκώς. Είναι όλα αυτά μαζί, ενώ ταυτόχρονα ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ μας εισάγει στον μοναδικό κόσμο του. Έναν κόσμο προσωπικής σκέψης που μέσα από τη δημιουργική φαντασία του καλλιτέχνη και τις συνεχείς αναφορές και παραπομπές, παίζει ένα διαρκές κρυφτό με τον θεατή, από τον οποίο σχεδόν απαιτεί να συνεχίσει να παρακολουθεί το έργο.
H δομή της ταινίας αποτελείται από δώδεκα αποσπασματικές ενότητες - με μεσότιτλους στη αρχή τους - οι οποίες μοιάζουν με στατικές εικόνες. Πόζες που αποκτούν κίνηση και λόγο. Οι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν. Μπαίνουν και βγαίνουν ελεύθερα στο κάδρο και ο Γκοντάρ δεν διστάζει να τους κινηματογραφεί με την πλάτη γυρισμένη στην κάμερα. Συνδυάζοντας μοναδικά τη μυθοπλασία με το ντοκιμαντέρ και εγγράφοντας το προσωπικό δράμα της ηρωίδας σ' έναν ευρύτερο κοινωνικό και φιλοσοφικό προβληματισμό, ο σκηνοθέτης μας παρουσιάζει ένα πραγματικό αριστούργημα και μία από τις πιο αντιπροσωπευτικότερες ταινίες του γαλλικού Νέου Κύματος.
«Η Περιφρόνηση» (Le Mepris - 1963)
Ο Αμερικανός παραγωγός Τζέρεμι Πρόκος (Τζακ Πάλανς) προσλαμβάνει τον γνωστό Αυστριακό σκηνοθέτη Φριτς Λανγκ (υποδύεται τον εαυτό του στην ταινία) προκειμένου να μεταφέρει στον κινηματογράφο την Οδύσσεια του Ομήρου. Δυσαρεστημένος όμως με την «καλλιτεχνική» προσέγγιση που ακολουθεί ο σκηνοθέτης, προσλαμβάνει τον Πωλ Ζαβάλ (Μισέλ Πικολί), συγγραφέα αστυνομικών ιστοριών και θεατρικών έργων, για να επεξεργαστεί το σενάριο. Η σύγκρουση μεταξύ καλλιτεχνικής έκφρασης και εμπορικής απήχησης ακολουθεί μια παράλληλη πορεία με την προοδευτική αποξένωση του Πωλ από τη σύζυγο του Καμίλ (Μπριζίτ Μπαρντό). Μία αποξένωση η οποία φαίνεται να έχει ως αφετηρία, τη χρονική στιγμή που ο Πωλ αφήνει την Καμίλ μόνη της με τον εκατομμυριούχο παραγωγό.
Σύμφωνα με τα όσα έχουν γραφτεί, η «Περιφρόνηση» (Le Mepris - 1963) είναι ίσως το μόνο φιλμ που ο Γκοντάρ έφτιαξε κατά παραγγελία. Συγκεκριμένα το φιλμ δημιουργήθηκε μετά από συνεννόηση με τον Αλμπέρτο Μοράβια, σε μυθιστόρημα του οποίου στηρίζεται το σενάριο. Αυτό σημαίνει πως μέχρι έναν βαθμό, ο Γκοντάρ δεν έχει εδώ μεγάλη άνεση για φορμαλιστικές καινοτομίες.
Ωστόσο, αν και η ιστορία της αποξένωσης του ζευγαριού υπάρχει στη νουβέλα του Μοράβια, ο Γκοντάρ ηθελημένα παραβάλει στοιχεία της προσωπικής του ζωής στα πρόσωπα και τις πράξεις των πρωταγωνιστών του. Σε μια πρώτη ανάγνωση της πλοκής οι χαρακτήρες του Πωλ, της Καμίλ και του Πρόκος αντιστοιχούν σε αυτούς του Οδυσσέα, της Πηνελόπης και του Ποσειδώνα. Μια δεύτερη ματιά όμως αποκαλύπτει ότι θα μπορούσαν κάλλιστα να αντιστοιχούν στον ίδιο τον Γκοντάρ, τη σύζυγο του Άννα Καρίνα (για την οποία προόριζε αρχικά τον ρόλο της Καμίλ) και τον Τζόζεφ Ι. Λεβάιν, συμπαραγωγό του φιλμ. Σε μια σκηνή μάλιστα της ταινίας η Μπαρντό φοράει μια μαύρη περούκα που την κάνει να μοιάζει πολύ με την Καρίνα. Ο Μισέλ Πικολί έχει επίσης μια κάποια ομοιότητα με τον πρώην σύζυγο και Πυγμαλίωνα της Μπαρντό, τον σκηνοθέτη Ροζέ Βαντίμ...
Η «Περιφρόνηση» του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ είναι ένα από τα κορυφαία αριστουργήματα του σύγχρονου κινηματογράφου. Η ταινία ενέπνευσε παθιασμένους παιάνες και επηρέασε μία ολόκληρη γενιά κινηματογραφιστών. Είναι βέβαια κοινό μυστικό πλέον, πως υπήρχαν πολλά προβλήματα κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων. Από τους φωτογράφους που ακολουθούσαν παντού την Μπαρντό, μέχρι την κακή σχέση του σκηνοθέτη με τον Αμερικανό ηθοποιό Πασκάλ Πάλανς. Λέγεται μάλιστα ότι ο μόνος με τον οποίο τα πήγαινε καλά ο Γκοντάρ ήταν ο Φριτζ Λανγκ, τον οποίο είχε ως είδωλο. Παρ' όλα αυτά, κανένα ίχνος των προβλημάτων στα γυρίσματα δεν διαφαίνεται στο εξαίρετο τελικό αποτέλεσμα. Η «Περιφρόνηση» είναι δομημένη ως μία άρτια και σύγχρονη τραγωδία...
«Ο Τρελός Πιερό» (Pierrot Le Fou - 1965)
Εδώ και μερικά χρόνια, ο Φερντινάν βρίσκεται εγκλωβισμένος σ' έναν γάμο που τον βοήθησε στην κοινωνική του ανέλιξη, αλλά τον έχει βυθίσει στην ανία. Η τυχαία συνάντησή του με τη Μαριάν Ρενουάρ - έναν παλιό του έρωτα - είναι απλά η αφορμή που έψαχνε, για να αποτινάξει τα δεσμά του και να αποδράσει μαζί της προς άγνωστη κατεύθυνση. Αφού σβήσουν τα ίχνη τους και απομονωθούν σαν σύγχρονοι ναυαγοί, οι δύο νέοι θα εξασφαλίσουν τα προς το ζην με τα πιο απίθανα κόλπα, φτάνοντας μέχρι τον γαλλικό νότο. Εκεί όπου θα λάβει χώρα το οριστικό ξεκαθάρισμα λογαριασμών...Πειραματισμός, νεωτερισμός και αντισυμβατικές ιδέες εκφράζονται με έντονα χρώματα και φίλτρα. Εκρηκτικός και αυθόρμητος «Ο Τρελός Πιερό», είναι ένα ιδιαίτερο road trip χωρίς γεωγραφική αφετηρία και τέλος. Ένα φιλμ μπολιασμένο με ιδέες και επίκαιρους σχολιασμούς αλλά βέβαια κι εδώ δεν ακολουθούνται οι συνήθης φόρμες. Μια καλλιτεχνική ματιά σε αιώνια και αναπάντητα ερωτήματα. Ο υλισμός και ο πολιτισμός, η έλλειψη επικοινωνίας και οι αρχετυπικές ασυμβατότητες των δύο φύλων, απασχολούν για ακόμη μία φορά τον Ζαν-Λυκ Γκοντάρ.
«Αλφαβίλ» (Alphaville - 1965)
Στον κόσμο της Αλφαβίλ ο χρόνος και ο χώρος είναι σχετικά. Η χιονισμένη νύχτα στην μία άκρη της πόλης συνορεύει με το ηλιόλουστο θέρος της άλλης, ενώ η Νέα Υόρκη και το Τόκιο βρίσκονται σκορπισμένα στις μακρινές γωνιές του σύμπαντος. Οι άνθρωποι φέρουν τον προσωπικό τους κωδικό στον λαιμό, θυμίζοντας πειραματόζωα και επαναλαμβάνουν προγραμματισμένες κοινωνικές συμπεριφορές. Ένα πολύπλοκο σύστημα ηλεκτρονικών νευρώνων επιβλέπει τα πάντα, επεμβαίνει και ανακρίνει.
Το κλάμα και το γέλιο απαγορεύονται και οι αντιφρονούντες εκτελούνται με συνοπτικές διαδικασίες, στις πλατείες θεάτρων και σε εσωτερικές πισίνες. Ένας ιδιόμορφος ιδιωτικός ντετέκτιβ (Eddie Constantine) προσπαθεί να ανακαλύψει τι απέγινε ο προκάτοχος του (Akim Tamiroff), μία σκοτεινή femme fatale (Anna Karina) κι ένα μυστήριο προς εξιχνίαση, αποτελούν τα κεντρικά κομμάτια ενός παζλ που ζητά απεγνωσμένα - αλλά όχι μάταια - τη λύση του.
Ο πατέρας της Νουβέλ Βαγκ, Ζαν Λυκ Γκοντάρ, έχοντας στη διάθεσή του τρεις σπουδαίους ηθοποιούς - Eddie Constantine, Anna Karina, Akim Tamiroff - μας παρουσιάζει με το γνωστό ανατρεπτικό του στιλ, το θρυλικό "Αλφαβίλ" (Alphaville - 1965). Ένα μοναδικό φουτουριστικό φιλμ, που ενώ αρχικά δείχνει τόσο διαφορετικό από την υπόλοιπη φιλμογραφία του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη, σταδιακά και καθώς το αποκωδικοποιούμε καρέ καρέ, βλέπουμε όλες εκείνες τις αρετές που διέπουν τον κινηματογράφο του Γκοντάρ, ενώ ως συνήθως, υπογράφει και το πολύ καλό σενάριο της ταινίας. Για την ιστορία να αναφέρουμε ότι το φιλμ προβλήθηκε το 1965 στο Φεστιβάλ του Βερολίνου, όπου και απέσπασε την Χρυσή Άρκτο.
«Όλα Πάνε Καλά» (Tout va bien - 1972)
Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την καταστολή του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Ο στρατηγός Ντε Γκολ έχει καταστείλει την «επανάσταση» και υπό την προεδρία του διαδόχου του Ζορζ Πομπιντού, όλα δείχνουν πλέον να είναι υπό έλεγχο. Ή μήπως όχι; Φαινομενικά τουλάχιστον, «Όλα Πάνε Καλά», σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιταγές της καθεστηκυίας τάξης. Κι εκεί, μέσα στη φαινομενική «κοινωνική νηνεμία», οι εργάτες ενός εργοστασίου αλλαντικών ξεσηκώνονται, κηρύσσουν απεργία και το καταλαμβάνουν.
Η κοινωνική «τάξη και ασφάλεια» απειλούνται και έρχονται στο μυαλό όλων εικόνες που ήταν καθημερινές πριν από μία τετραετία. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι το ίδιο. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν αλλάξει. Μία απεργός τηλεφωνεί στο σπίτι της και λέει στο σύζυγό της να προσέχει τα παιδιά. Ένα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος μοιράζει φυλλάδια στο σούπερ μάρκετ και οι νέοι δεν του δίνουν την παραμικρή σημασία. Παράλληλα, παρακολουθούμε το ζευγάρι των Ιβ Μοντάν και Τζέιν Φόντα, να βρίσκονται εγκλωβισμένοι σ' ένα εργοστάσιο σαλαμιών, μετά από την απεργία που έχουν κηρύξει οι εργάτες του και την κατάληψή του....
Η ταινία αποτυπώνει με κριτική ματιά την αποτυχία εγκαθίδρυσης των ριζοσπαστικών ιδεολογιών της δεκαετίας του ’60. Όλα αυτά ιδωμένα πάντα μέσα από το γνωστό κινηματογραφικό ύφος του σπουδαίου Ζαν-Λυκ Γκοντάρ. Ο πατέρας της Νουβέλ Βαγκ, έχοντας στη διάθεσή του δύο αξιόλογους ηθοποιούς, τον Ιβ Μοντάν και την Τζέιν Φόντα, μας παρουσιάζει με το γνωστό ανατρεπτικό του στιλ, ότι τελικά “τίποτα δεν πάει καλά”. Παράλληλα το φιλμ αποτελεί και μία προσπάθεια του δημιουργού να αποτυπώσει τις σκέψεις του γύρω από τον Μάη του ’68, μόλις τέσσερα χρόνια αργότερα.
«Film Socialisme» (2010)
Ένα κρουαζιερόπλοιο διασχίζει τη Μεσόγειο. Ένας εγκληματίας πολέμου με την εγγονή του, ένας Γάλλος κι ένας Ρώσος αστυνομικός, ένας Παλαιστίνιος πρέσβης, ο Αλέν Μπαντιού και η Πάτι Σμίθ είναι μερικοί μόνο, από τους επιβάτες που δίνουν την αφορμή για διαλόγους στην ταινία του Γκοντάρ και μάλιστα σε διαφορετικές γλώσσες και για διαφορετικά θέματα... Η κοινή σταθερά που διατρέχει την ιστορία μας, είναι η επίσκεψη σε τοποθεσίες γνωστών ιστοριών, αρχαίων ή και πιο πρόσφατων, αληθινών ή φανταστικών. Κοινό τους σημείο αναφοράς, το γεγονός ότι όλες βρίσκονται γύρω από τη Μεσόγειο: Αίγυπτος, Παλαιστίνη, Οδησσός, Ελλάδα, Νάπολη και Βαρκελώνη, είναι το οδοιπορικό, που μας καλεί να ταξιδεύσουμε και να γνωρίσουμε, ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ.
Παρόλο, που ένας από τους έξι σταθμούς στο κρουαζιερόπλοιο του Γκοντάρ, είναι η Ελλάδα, θα παρατηρήσετε, βλέποντας την ταινία, ότι ο αριθμός των αντίστοιχων πλάνων είναι αναλογικά μικρός σε σχέση με τους υπόλοιπους πέντε προορισμούς. Αυτό συμβαίνει, διότι σύμφωνα με την παραγωγή, όταν ο Γάλλος σκηνοθέτης απευθύνθηκε στους αρμόδιους Έλληνες φορείς προκειμένου να λάβει την απαιτούμενη άδεια για γυρίσματα στην Επίδαυρο, εκείνοι απαίτησαν να δουν πρώτα το σενάριο... Όμως, και ειδικά στο συγκεκριμένο φιλμ του Γκοντάρ, το σενάριο γεννιέται εν εξελίξει, ως μέρος της ίδιας της κινηματογραφικής διαδικασίας κι έτσι, όσο η Ελληνική πλευρά προσπαθούσε να βρει μια φόρμουλα για να διευθετηθεί το γραφειοκρατικό θέμα, ο Γκοντάρ ήρθε ο ίδιος incognito στον Πειραιά για κάποια σύντομα γυρίσματα αφήνοντας όμως ανεκμετάλλευτη δυστυχώς την ιδέα της Επιδαύρου.
Το «Film Socialisme» του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, αν και δεν συγκαταλέγεται στις καλύτερες ταινίες ενός ιδιοφυή καλλιτέχνη, ωστόσο αποτελεί μία χαρακτηριστική δημιουργία, της πιο σύγχρονης καριέρας του Γάλλου σκηνοθέτη. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να σημειώσουμε ότι πρόκειται για ένα ιδιόμορφο κινηματογραφικό πείραμα κι εν μέρει για ένα μάθημα ιστορίας. Ένα σύγχρονο και επίκαιρο πολιτικό σχόλιο, για τις χώρες της Μεσογείου κυρίως, αλλά και γενικότερα.
Το φιλμ, είχε συμμετοχή στο τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα» («Un Certain Regard »)του 63ου Φεστιβάλ Καννών το 2010. Με τον Γκοντάρ να αρνείται τελευταία στιγμή να παρευρεθεί στις Κάννες, στέλνοντας μάλιστα ένα σημείωμα στον διευθυντή του φεστιβάλ, Τιερί Φρεμό, λέγοντας πως «ύστερα από προβλήματα όπως το ελληνικό δε θα μπορούσα να είμαι μαζί σας στις Κάννες». Παράλληλα, αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με την ταινία του και τις απόψεις του για την Ελλάδα:
«Θα έπρεπε να ευχαριστήσουμε την Ελλάδα. Είναι η Δύση που χρωστάει στην Ελλάδα. Η φιλοσοφία, η δημοκρατία, η τραγωδία... Πάντα ξεχνάμε τη σχέση ανάμεσα στην τραγωδία και τη δημοκρατία. Χωρίς Σοφοκλή δεν θα υπήρχε Περικλής. Χωρίς τον Περικλή δεν θα υπήρχε Σοφοκλής. Ο τεχνολογικός κόσμος στον οποίο ζούμε τα χρωστά όλα στην Ελλάδα. Ποιος ανακάλυψε τη λογική; Ο Αριστοτέλης... Όλος ο κόσμος χρωστάει χρήματα σήμερα στον Ελλάδα. Θα μπορούσε να ζητήσει από τον σημερινό κόσμο μας χιλιάδες εκατομμύρια για τα δικαιώματα του συγγραφέα και θα ήταν λογικό να της τα δώσουμε. Πάραυτα. «Κατηγορούν τους Έλληνες ότι είναι και ψεύτες... Αυτό μου θυμίζει ένα παλιό συλλογισμό που είχα μάθει στο σχολείο. Ο Επαμεινώνδας είναι ψεύτης ή όλοι οι Έλληνες είναι ψεύτες, άρα ο Επαμεινώνδας είναι Έλληνας. Δεν έχουμε προχωρήσει καθόλου» είπε, χαρακτηριστικά μεταξύ άλλων, ο Γάλλος σκηνοθέτης.
«Αποχαιρετισμός στη Γλώσσα» (Adieu au Langage - Goodbye to Language 3D - 2014)
Μια παντρεμένη γυναίκα κι ένας ανύμφευτος άντρας συναντιούνται. Αγαπιούνται, τσακώνονται, παλεύουν. Ένας αδέσποτος σκύλος κάνει βόλτα ανάμεσα στην πόλη και στην εξοχή. Οι εποχές περνούν. Ο άντρας κι η γυναίκα ξανασυναντιούνται. Ο σκύλος βρίσκεται ανάμεσά τους. Ο άλλος είναι μέσα στον έναν, ο ένας μέσα στον άλλον κι είναι τρεις. Ο πρώην σύζυγος καταστρέφει τα πάντα. Μια δεύτερη ταινία ξεκινά: ίδια σαν την πρώτη και πάλι όχι. Από το ανθρώπινο γένος περνάμε στη μεταφορά. Αυτό τελειώνει με γαυγίσματα και το κλάμα ενός μωρού. Εν τω μεταξύ, θα έχουμε δει κόσμο να μιλά για την αποκαθήλωση του δολαρίου, την αλήθεια των μαθηματικών και το θάνατο ενός κοκκινολαίμη.
Ο 85χρονος πλέον Γκοντάρ, επιστρέφει με το εν λόγω φιλμ πίσω από την κάμερα και παράλληλα στο 67ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών. Σ' ένα Φεστιβάλ που γνωρίζει όσο λίγοι, η ταινία του Γάλλου σκηνοθέτη συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό όπου μάλιστα απέσπασε το Βραβείο της Επιτροπής - εξ ημισείας με τον ταλαντούχο νεαρό Καναδό σκηνοθέτη, Ξαβιέ Ντολάν και την ταινία του «Mommy» - αρνούμενος όμως για μία ακόμη φορά να δώσει το παρών. Αντ' αυτού, έστειλε ως χαιρετισμό ένα βίντεο.
Ένα φιλμικό μυστήριο, το οποίο αποδομεί τους κανόνες και επανεξετάσει τους κώδικες της κινηματογραφικής γλώσσας, όπως μόνο ο πατέρας της Νουβέλ Βαγκ, γνωρίζει τόσο καλά να διαμορφώνει. Το σενάριο, η χρήση της κάμερας, του φωτισμού, του ήχου, αλλά και των ηθοποιών, όλα αμφισβητούνται. Ο Γκοντάρ απαιτεί από τον θεατή να λάβει ενεργό μέρος στην ταινία. Τον προσκαλεί, αλλά και τον προκαλεί να αποτελέσει μέρος της φιλμικής διαδικασίας και να γίνει κοινωνός της. Τον ενθαρρύνει να σκεφτεί καλά τις όποιες αναφορές και παραπομπές συντελούνται στην μεγάλη οθόνη, ώστε να καταφέρει στο τέλος να αποκρυπτογραφήσει το έργο στο σύνολο του.Με τη νέα του δημιουργία ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ δε διστάζει να πειραματιστεί με την τρισδιάστατη τεχνολογία. Δεν είναι βέβαια η πρώτη ταινία που ο σπουδαίος δημιουργός, πειραματίζεται με το 3D. Είχε προηγηθεί η μικρού μήκους «Three Disasters» που αποτέλεσε κομμάτι της σπονδυλωτής ταινίας «3X3D». Στο καστ της νέας του ταινίας, συναντάμε τους ηθοποιούς: Ελοΐζ Γκοντέ, Ζο Μπρουνό, Καμέλ Αμπντελί, Ρισάρ Σεβαλιέ και Τζέσικα Έρικσον.
Ας πούμε και δυο λόγια για τον Ζαν Λυκ Γκοντάρ της Κατερίνας Γούλα
Μετά από τόσων χρόνων γιουχάισμα που μάλλον ως τιμητικό το εκλάμβανε, ο Ζαν –Λυκ Γκοντάρ βραβεύτηκε φέτος για πρώτη φορά στις Κάννες με μισό… χρυσό φοίνικα για τη νέα του ταινία, «Αντίο στη Γλώσσα». Εννοείται ότι ο ίδιος ο Γκοντάρ δεν παρουσιάστηκε ούτε στην προβολή ούτε στην απονομή, ενώ την τελευταία στιγμή ακύρωσε και την προγραμματισμένη συνέντευξη Τύπου που ήταν να δώσει στις Κάννες. Ο Γκοντάρ που το 1959 ανέβηκε το κόκκινο χαλί ξυπόλητος και το 2010 ισχυρίστηκε ότι όταν γύρω του υπάρχουν προβλήματα όπως αυτό της ελληνικής κρίσης δεν μπορεί ο ίδιος να παρευρίσκεται σε φεστιβάλ, έστειλε φέτος μια επιστολή-βίντεο στους διοργανωτές ζητώντας να τον αφήσουν ήσυχο στον κόσμο όπου κατοικεί μόνος του, με μόνη παρέα την προστασία των πιστών του σινεμά. Απ’ό,τι ακούγεται, η ταινία ενθουσίασε τους οπαδούς του και άφησε απορημένους όσους δεν τον πολυκατάλαβαν ποτέ. Ο ίδιος ο Γκοντάρ χαρακτήρισε την ταινία του αυτή, όπου καταδεικνύει με το δικό του σφιχτοδεμένο τρόπο την απομάκρυνση των σημερινών μας ονείρων και διεκδικήσεων από την πραγματική γλώσσα, ως την καλύτερή του ταινία.
Ακολουθούν λίγες λέπτομέρειες και περιστατικά, σημαντικά και ασήμαντα, από τη ζωή και το έργο του Γκοντάρ, αποσπάσματα από τη βιογραφία του που ξαναβγαίνει λόγω της επικαιρότητας στις προθήκες των βιβλιοπωλείων («Godard», Antoine de Baecque,Grasset, 995 σελίδες, 23 ευρώ).
Το πρώτο σενάριο του Γκοντάρ (γύρω στο 1948) ονομαζόταν « Aline », από το μυθιστόρημα του Ramuz. Γράφει τα πρώτα του άρθρα στα 19 του, στο περιοδικό « Gazette du cinéma ».
Ταξίδια. Στα 20 του, ο Γκοντάρ διασχίζει τον Ατλαντικό, επισκέπτεται τη Νέα Υόρκη και τη Τζαμάικα και περνά αρκετούς μήνες στη Νότια Αμερική. Στο Ρίο τρέφεται αποκλειστικά με μπανάνες και καταλήγει στο γαλλικό προξενείο όπου και τον στέλνουν πίσω στη χώρα του.
Κλοπές. Ο Γκοντάρ κλέβει διαρκώς όσο είναι νέος. Σχεδόν πάσχει από κλεπτομανία. Φυλακίζεται μάλιστα και για σύντομο χρονικό διάστημα. Εγκαταλείπει τα « Cahiers du cinéma » παίρνοντας μαζί του και το ταμείο του περιοδικού (1952). Θα επιστρέψει τέσσερα χρόνια μετά (1956).
« Όλα τ’αγόρια ονομάζονται Πατρίκ » (1957). Το σενάριο αυτής της μικρού μήκους ταινίας, μιας από τις πρώτες που γύρισε ο Γκοντάρ, είναι του Τρυφώ.
Ρεπορτάζ.. Σε ένα άρθρο που στέλνει από το Βερολίνο όπου καλύπτει το Φεστιβάλ, ο Γκοντάρ γράφει : «Δεν είδα την ισπανική ταινία λόγος ραντεβού πισίνα Γκρέτσεν.»
Κάννες. Το 1959, στο Φεστιβάλ, ο Γκοντάρ ανεβαίνει τις σκάλες με γυμνά πόδια.
Αγαπούσε πάντα όλα τα σπορ. Σκι, κολύμπι, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τένις. Στα γυρίσματα της «Περιφρόνησης», για να πείσει τη Μπριζίτ Μπαρντό να χαμηλώσει το «μαλλί λάχανο», το οποίο δε χωράει με τίποτε στο κάδρο, στοιχηματίζει μαζί της ότι θα περπατήσει στηριγμένος στα χέρια του: θα χαμηλώσει κατά ένα εκατοστό το σινιόν για κάθε μέτρο που αυτός θα περπατήσει με τα χέρια. Αυτή χαχανίζει και δέχεται. Ο Γκοντάρ κερδίζει.
Φιλμ. Για τις νυχτερινές σκηνές του «Με κομμένη την ανάσα», ο Γκοντάρ ήθελε οπωσδήποτε να χρησιμοποιήσει Ilford HPS, ένα ειδικό φιλμ που δεν υπήρχε παρά μόνο σε ταινίες των 17,50 μ. Με τον οπερατέρ Ραούλ Κουτάρ, θα κάτσουν και θα κολλήσουν όλα όσα έχουν μεταξύ τους.
Ψέμα ή αλήθεια. Αλήθεια : Οι διάλογοι πολλές φορές γράφονται από τη μία μέρα στην άλλη, αλλά δεν ήταν λίγες και οι φορές που έγραψε σενάρια εκατό σελίδων. Ψέμα : Στο «Με κομμένη την ανάσα» οι φωνές είναι ντουμπλαρισμένες. Αλήθεια : τα γυρίσματα συχνά διακόπτονται, ο Γκοντάρ απομονώνεται, εξαφανίζεται. Έχει παρατήσει γύρισμα στο Παρίσι για να παει στο σινεμά (στη Ρώμη, για να δει μια ταινία του Ροσελίνι). Αλήθεια: ο Γκοντάρ δυσκολευόταν εξαιρετικά να βάλει μπρος μια καινούργια ταινία και πάντα φοβόταν ότι θα βγει πολύ σύντομη. Αλήθεια: Το «Με κομμένη την ανάσα» ήταν πραγματική επιτυχία, έκοψε 400. 000 εισιτήρια στη Γαλλία. Αλήθεια: ο παραγωγός της αγόρασε ιδιωτικό ξενοδοχείο με τα λεφτά που κέρδισε. Αλήθεια : το μπλουζάκι της Τζέιν Σίμπεργκ ήταν ραμμένο ειδικά για αυτήν. Ψέμα: ο Γκοντάρ δεν υπέγραψε το Μανιφέστο των 121 διανοούμενων (« δε με αφορά », σχολίασε). Αλήθεια : στη διάρκεια των γυρισμάτων του « Μια γυναίκα είναι μια γυναίκα », που διηγείται την ιστορία της Αντζελά, η οποία θέλει οπωσδήποτε ένα παιδί, η Άννα Καρίνα μένει στ’α λήθεια έγκυος. Αλήθεια : ο Γκοντάρ επέμεινε να παντρευτούν στην εκκλησία (προτεσταντική) : «Θα με παντρευτείς ενώπιον του Θεού.» Αλήθεια : παντρεύτηκε με την Αν Βιαζεμσκί στο ίδιο δημαρχείο που παντρεύτηκε και την Καρίνα, με τους ίδιους μάρτυρες, και τον ίδιο υπάλληλο του δημαρχείου, ο οποίος τους είπε: « Άντε, και του χρόνου». Αλήθεια: ζήτησε από το « Télérama » 4.000 γαλλικά φράγκα για μια συνέντευξη.
Κομμένες σκηνές. Η λογοκρισία επενέβη πολύ συχνά. Αλλά και η αυτολογοκρισία. Ο Γκοντάρ έκοψε μια ατάκα από την τελευταία σκηνή του «Με κομμένη την ανάσα». Ο ένας αστυνομικός έλεγε στον άλλο που κοιτούσε τον Μπελμοντό : «Γρήγορα, στη σπονδυλική στήλη! »
Βασανιστήρια. Για τον « Μικρό Στρατιώτη», ο Γκοντάρ ζήτησε από τον Michel Subor να υποστεί στ’αλήθεια το ηλκετροσόκ για να παίξει τη σκηνή. Αυτός δέχθηκε. Ο Subor προσπάθησε να αντέξει ακόμη και το βασανιστήριο μέσα στη μπανιέρα· μπορούσε να μείνει ενάμισι λεπτό κάτω από το νερό. Στο γύρισμα, του κράτησαν το κεφάλι κάτω από το νερό είκοσι δευτερόλεπτα περισσότερο. « Αυτό είναι Γκοντάρ», θα πει ο Subor. Αλλά όταν του ζήτησε να χαράξει τις φλέβες του, αρνήθηκε. Το έκανε ο ίδιος ο Γκοντάρ στις δικές του λέγοντας του: «Δεν είσαι παρά ένας δειλός.»
Απόπειρες αυτοκτονίας. Πολλές.
CNC. Ο Γκοντάρ έκανε τις εννιά πρώτες ταινίες του χωρίς δραχμή από το CNC.
Ο μόνος δάσκαλος που αναγνώριζε ήταν ο Ροσελίνι, « για τη θέλησή του για ανεξαρτησία».
BB. Μετά τα γυρίσματα της « Περιφρόνησης »: «Αυτός ο τύπος βρωμιάρη και αριστερίζοντος διανοούμενου με ανατριχιάζει.», « Έπρεπε να τον τρομοκρατήσω.» Κάτι που δεν είναι και πολύ βέβαιο. Στη σκηνή όπου η Μπαρντό είναι ξαπλωμένη γυμνή, με ένα βιβλίο να καλύπτει τα οπίσθιά της, δεν μπορούμε εύκολα να διαβάσουμε τον τίτλο γιατί το βιβλίο είναι ανάποδα : « Εισέλθετε χωρίς να χτυπήσετε ». Ο Πικολί είναι αυτός που το γύρισε από την καλή, προκαλώντας την οργή του Γκοντάρ. Συν τοις άλλοις, η πρώτη ερωτική σκηνή μεταξύ του Πικολί και της BB προστέθηκε στην πορεία, μετά από αίτημα των παραγωγών που ήθελαν την ταινία λίγο πιο μεγάλη και λίγο πιο πικάντικη.
Τεχνική. « Θεωρώ τον εαυτό μου, μετά τον Αλέν Ρενέ, τον καλύτερο τεχνικό του γαλλικού σινεμά. Αν το καλοσκεφτώ, δε βλέπω καν γιατί ο Ρενέ να θεωρείται ανώτερός μου. » (Γκοντάρ )
Φεστιβάλ θεάτρου της Αβινιόν. Όσοι παρακολουθούν το φεστιβάλ είναι « γουρούνια που τα παχαίνουμε ταΐζοντάς τα κουλτούρα ».
Μωριάκ (Φρανσουά). Παππούς της Αν Βιαζεμσκί, ο Μωριάκ συμμετέχει στις διαδηλώσεις για τον Ντε Γκωλ το 1968. Ο Γκοντάρ του γράφει: « Έμαθα ότι τις 30 Μάη βρισκόσασταν στα Ηλύσια Πεδία. Δε ντρέπεστε; Στην ηλικία σας και τόσο κοντά πια στο θάνατο; »
Κον-Μπεντίτ (Ντανιέλ). Ήθελε να γυρίσει με τον Γκοντάρ ένα « αριστερό σπαγγέτι γουέστερν».
Ανρί Λανγκλουά. « Πούλα τη Σινεματέκ ! Όποιος δημιουργεί δεν έχει ανάγκη από αποθήκες με ταινίες », του λέει ο Γκοντάρ , αφού πρώτα έχει δομήσει ολόκληρο τον «δικό του» Μάη του ‘68 υποστηρίζοντας τη Σινεματέκ του Λανγκλουά.
Αντζανί (Ιζαμπέλ). Θεωρεί ότι είναι «άσχημη» στα πλάνα που της τραβά ο Γκοντάρ στην ταινία « όνομα Κάρμεν». Ανησυχεί για την κάμερα, « η οποία μοιάζει με ερασιτεχνική super-8». Αυτή η κάμερα είναι ένα πραγματικό αριστούργημα, η τελευταία που έφτιαξε ο Μπωβιαλά. Η Αντζανί εγκαταλείπει την ταινία η οποία θα βραβευθεί στη Βενετία για την τεχνική ποιότητα της εικόνας της.
MoMA. Το μουσείο πρότεινε 10.000 δολάρια στον παραγωγό Menahem Golan για την άκρη του χάρτινου τραπεζομάντιλου όπου υπογράφηκε το συμβόλαιο του « Βασιλιά Ληρ». Αρνήθηκε να το πουλήσει.
Μουσεία. Ο Γκοντάρ αρνήθηκε τις προτάσεις του MoMA (1992), του Guggenheim (1999), και του Λούβρου (2004). Η «εγκατάσταση» που θα ετοιμάσει για το Beaubourg (2006) θα παρουσιαστεί τελικά μισοτελειωμένη: μόνο μακέτες που το μουσείο τελικά δε θα θέλει να αγοράσει.